Τριλογία της αυγής
-----
Θέλω
α
Την ζωή που κανείς
πριν από μένα δεν διάβηκε.
β
Την σιωπή που μιλάει
και στάζει μόνο για μένα,
σε αφώτιστα ακόμα αστέρια.
γ
Το σπασμένο κομμάτι γυαλί
που περιμένει τη γυμνή μου πατούσα,
να το θραύσει,
να το συνθλίψει,
να το κάνει κομμάτια.
δ
Την ίσκα που μου τρώει τα σωθικά,
και το φιλί μου για ένα φυτίλι,
που ανάβει και σβήνει σαν τις ελπίδες.
ε
Εσύ και εγώ,
σαν μια θνητότητα που αναβάλλεται,
σα.... να... μην ήμασταν ποτέ εδώ,
και όμως ήμασταν,
σαν εκείνες τις στιγμές που γλιστρούν
σαν αμμόλοφοι στη θύμηση.
ζ
Σαν ένα φυτό που αναρριχάται
σε συστροφή αιώνια,
σπρώχνοντας τον χρόνο και τον τόπο
εκτός από την αρχή και το τέλος.
η
Το Νάμα που με λούζει
νερό σε κάθε δείλι και χάραμα,
μια αίσθηση αόριστη και παρούσα,
σαν όνειρο που περνά δίπλα σου.
θ
Κορμί δικό μου λένε πως είναι,
μα η σκιά του ποτέ δεν συμφωνεί.
Δεν είναι το σώμα που με καθορίζει,
είναι το κενό που γεμίζει.
ι
Τρυγώ την κάθε φλαμουριά που βρίσκω,
και γύρω από το σπίτι σπέρνω φλόμους,
για να σκεπάσουν τις αλήθειες
που ξεφεύγουν σαν φωτιά.
--------
Μη με παρεξηγείτε
ανήκω σε ένα άλλο είδος,
μια άλλη γενιά.
Πείτε πως δεν υπάρχω,
πείτε πως ήδη έχω φύγει.
Μαζί μου παίρνω
όλους τους μύθους,
τα παραμύθια της Χαλιμάς.
Και αόρατη από πριν,
χάνονται τα ίχνη,
όπως κρύβεται το φίδι
βαθιά μες στην άμμο.
Μόνο να...
η δική μου κρυψώνα
είναι υγρή και σκοτεινή,
ροζ... ροζ... ροζ... ροζ,
γλιστερό ροζ...
υγρό ροζ...
το ροζ μονοπάτι,
εκεί που όλα αρχίζουν
και όλα τελειώνουν.
"Μα δεν θα με θάψετε κιόλας"
εκεί που θα είναι κενό,
θα φυτρώνουν πικραλίδες και νούφαρα
σε στεριά και ....λίμνες
βουνά ..... πεδιάδες
ακροποταμιές .......χαράδρες
έτσι θα πορευτούμε -και πάλι μαζί.
---------
Μήπως και βρέξει
Εικόνα πρώτη:
Έχουμε πεθαμένους,
ζωντανούς νεκρούς, για ποικιλία.
Εικόνα δεύτερη:
Όσοι ονειρεύονται ακόμη λευτεριά,
θυμούνται στιγμές ζωής,
μα δεν θρηνούν φανερά,
ντρέπονται που δεν τα κατάφεραν.
Εικόνα τρίτη:
Στο πέλαγος, εκεί που πλέναν τα πόδια τους κάποτε,
πλέουν φωτογραφίες προγόνων,
όμως δεν θρηνούν και πάλι.
Εικόνα τέταρτη:
Εκεί έξω, κάποιοι κλέβουν ό,τι άφησαν οι τελευταίοι,
και οι διαθήκες πετσοκομμένα κορμιά... κι αυτές.
Εικόνα πέμπτη:
Η γη δεν συμμετέχει.
Επίλογος:
Θυμήθηκα πως κάθε φορά που έβρεχε,
έκανα μια ευχή, ευχή χωρίς όνομα
όχι συγκεκριμένη —
απλά έβγαινε ένα «αχ».
Και αμέσως η μνήμη απολάμβανε στιγμές,
ενώ εγώ, παρατηρητής,
ανήμπορος ακολουθούσα.
Μαρία Πανούτσου
All rights reserved
Ποιήματα σε εξέλιξη 2025