Αχ ρε μωρό…
Αν μπορούσες να δεις στον καθρέφτη μας
πόσο τρυφερά σε βλέπω εγώ.
Πόσο λυπάμαι που κρύβεσαι όταν σκάει το πυροτέχνημα
γιατί φοβάσαι τους κρότους.
Πόσο πονάω που δεν δέχεσαι τα όμορφα που συμβαίνουν.
Πως ρε μωρό…
Μόνος παλεύεις το αναπόφευκτο,
μόνος μάχεσαι δαίμονες φτιαχτούς στο μυαλό σου,
χτυπώντας τα χέρια στον αέρα σαν μικρό παιδί.
Μόνος με σπρώχνεις μακριά σου.
Δεν σε αδικώ…
όντως, το φως τυφλώνει
όταν είναι πολύ δυνατό.
Στο κάτω-κάτω…
Μετά από χρόνια,
όταν θα έχεις ξεχάσει το άρωμά μου
και θα έχεις πείσει τον εαυτό σου
ότι μείναμε φίλοι,
εμένα θα μου αρκεί να θυμάμαι
πως κάπου-κάπου,
ίσως άξιζε ο χρόνος που χάσαμε μαζί.
Αν κάπου-κάπου,
αγαπηθήκαμε για μια στιγμή
στ’ αλήθεια.
Κι αν ακόμα
δεν μπορέσεις να με βρεις στα μισά
του δρόμου που αρνείσαι να βαδίσεις,
να ξέρεις ότι σ’ αγάπησα εγώ,
κι ας μην μπόρεσες εσύ
ποτέ να μ’ αγαπήσεις.