Η αλήθεια και ένα άλογο μονάχο
Α’ μέρος
Η συνάντηση
Και περπάταγε απαίδευτη,
μάτωναν τα πόδια,
και η γλώσσα στεγνή.
Η θύμηση την τρυπούσε,
σε κάθε βηματισμό,
και η ανάσα της είχε ένα σύννεφο για όνομα.
Πώς να καταφύγει
σε τόπο ιερό,
εκείνη τόσο αφοσιωμένη.
Παράβγαινε σε μυστικές εξομολογήσεις,
με τις μπαλάντες των μοναχών,
και ό τι δεν ήθελε να αποστηθίσει.
Η οδός προς τον Γολγοθά είχε ανοίξει,
χωρίς Ανάστασης λουλούδια,
και ένα σημειωματάριο άδειο.
Πέτρα ήμουν όταν με φώναξες.
Και πέτρα θα γίνω,
Δεν χάνω τίποτα, έτσι δεν είναι;
Η αλήθεια ως σημείο αναφοράς,
χαρίζεται σε εσένα.
Την χαρά του τρύγου να γεύεσαι.
Προϋπήρχε ,
η γέννηση μις ιδέας,
τώρα τα πάθη κι’ η ταφή τους.
Με γυμνό μάτι και καρδιά,
σε κοιτάζω από την αρχή αγαπημένε,
εντοπίζω τα ίχνη σου.
Β’ Μέρος
Η αποχή
Από εκεί περνούσε ένα άλογο μονάχο.
Και εκείνη το ζήλεψε έτσι ελεύθερο που έβοσκε.
Κοιτούσε το σκυμμένο κεφάλι του,
που παράσερνε το λαιμό και τον κορμό προς την γη.
Τα πόδια του, αργοκινήσεις πάνω στο νωπό χώμα
και γύρω του, η χλόη, δροσερή και τροφαντή
του γέμιζε τα σπλάχνα.
Την ώρα του δειλινού την πονούσε πάντα
το στέρνο, τα μπράτσα, η κοιλιά,
και τα χείλη.
Ήταν η ώρα που γρηγορούσε
η ηδονή να της μιλήσει.
Τότε άρχιζε ο πόνος, με τις πρώτες λέξεις.
Κοίταξε από το παράθυρο μήπως το δει.
Αλλά το άλογο είχε απομακρυνθεί πολύ
και δεν φαινόταν.
Ορίζοντας άδειος.
Ήταν σκούρο.
Το είχαν φέρει από ένα άλλο τόπο, αζευγάρωτο.
Γ’ Μέρος
Ευχή και Κατάρα
Και είπε ο θεός σε εκείνη: Η επιθυμία σου θα στρέφεται προς τον άντρα σου, αλλά αυτός θα σε εξουσιάζει. Και της εξήγησε ψιθυριστά, τι σημαίνει αυτό.
Ο Προμηθέας με άκουγε σιωπηλός.
Έπειτα, χωρίς βοήθεια και με δεμένα χέρια, περπάτησε μέχρι την άκρη της σκοτεινής θάλασσας, μέχρι εκεί που δεν υπήρχε πια ούτε γης , ούτε όποια άλλη μορφή, παρά το απέραντο ανύπαρκτο.
Σε εξέλιξη.