Τι να πω και τι να ομολογήσω σε μια πέτρα βάζω φτερά στο όνειρο ρίχνω πυκνή φωτιά αφήνω ψηλά το ενύπνιο αυτό να γύρει να πλαντάξει σε βουνό κρυφό συχνά στους πρόποδες βρισκόμουν, θα μείνω να αισθανθώ ποια είμαι και τι κάνω και έμεινα σκεπτόμενη την άλλη μέρα πως είναι να διαβώ μια ξένη χώρα, πέρα να φύγω από λάθη στεναγμούς να κολυμπώ σε άδεια βάθη λυτρωμούς και τότε είδα ένα άστρο να θολώνει παγερά δεν ήταν το φως που στέρεψε στερνά αλλά τα δυο μου μάτια κλειστά και αρνητικά και είπα δυο λέξεις μαγικές να ομορφύνει το σκοτάδι κάθε μου πράξη και αίσθημα μέσα στο βράδυ μα ξύπνησα από όνειρο και μ ένα χαμόγελο πίσω από το στόμα καθώς η μέρα άρχιζε με ένα βιβλίο του Ελπήνορα μικρό με φύλλα από καπνό, λεβάντα, φαγωμένα