Submit your work, meet writers and drop the ads. Become a member
 
Jun 2020 · 137
συνομιλία
MARIA PANOUTSOU Jun 2020
το σπουργίτι

…λοιπόν ανασαίνεις
ό,τι ανήκει στο παρελθόν
εκπνέεις
τις λύπες
που γαντζώθηκαν στην άκρη της φούστας σου

το αεράκι ανεμίζει
το στρίφωμα μπαλωμένο με ρίγη και σάλιο
το ρούχο αφήνεται στην ζεσταμένη άσφαλτο α πόδια έχουν τη τιμητική τους
δρασκελίζουν τον κόσμο με ορμή
άλμπατρος χωρίς φτερά

εγώ

εκεί θα φτάσω όπου δεν έφτασε κανείς
εκεί θα ομολογήσω “τελώ”
τον τελευταίο στίχο μου…
ήχοι από μια συναυλία του 80′
κάτι σαν ήχοι από ρόδες
δίπλα σε χωράφια πράσινα
γεμάτα με γύρη
μπερδεύονταν με ό,τι ονομάζεται μουσική …

2020
μαρία πανούτσου
Jun 2020 · 186
ακόμη μία φορά
MARIA PANOUTSOU Jun 2020
Σπάσε την στάμνα, μέρα καθαρμού

Έλα να σβήσουμε τα πρόσωπά μας
Και τα ονόματα γραμμένα
μόνο στην άμμο δίπλα στην θάλασσα

Άσε να ξεβραστούμε τυχαία
σε μια παραλία αυτού του κόσμου
Χωρίς ταυτότητα με αμνησία στο κορμί

Έλα και πλάγιασε δίπλα μου ξένος με ξένη
Αλλά με εκείνη την αγάπη που ζήσαμε
εκείνα τα δευτερόλεπτα

Μην παρασύρεσαι εκεί είμαι στην γωνία
Περιμένω με αγωνία το απρόσωπο πρόσωπο

Τον άνθρωπο χωρίς τα λόγια
Τον άνδρα χωρίς τον σκοπό

Μεγάλωσε ο χρόνος
και κυλά ο ουρανός στα όνειρα μου

Με μια παντιέρα ανεμίζω
και σημαδεύω την άφιξη σου

Δεν χάνεται η λέξη που ειπώθηκε
σε μια στιγμή
που το αίμα κυλούσε γοργά
MARIA PANOUTSOU Jun 2020
Γκρι αποχρώσεις

Δεν υπάρχει απογοήτευση
που να μην μπορούμε
να την υποφέρουμε

-
είμαι εγώ το λάθος μεταμφιεσμένο /
σε ένα σύννεφο με φόρεμα γκρι - αρζάν
το έχετε προσέξει το γκρι - αρζάν /
πόσο ταιριάζει στις σκιές του προσώπου μου
ένα πρόσωπο βγαλμένο από τα ορυχεία Απεράθου /
σε σμυρίγλι σκαλισμένα/ μάτια μύτη στόμα /
-
αντιστροφή και
γνωρίζω τη διαδικασία
και συλλέγω
μικρά πετραδάκια για να
γεμίσω τις τσέπες μου
-
καταλαβαίνω όσους αυτοκτονούν
εγώ από έρωτα μόνο
εκείνοι από απελπισία
-
ο θάνατος είναι ένας φίλος
μπροστά στην απουσία
-
σας μιλάω για κενό
ένα τεράστιο κενό
θα το γεμίσω με χρόνους
-
θεέ μου
βοήθησε με
-στον θεό φτάνουμε
συμπτωματικά
ή όταν υπάρχει ακόμη ελπίδα-
-
πώς οι λέξεις ομολογούν τον χωρισμό
πώς η ειλικρίνεια φανερώνει την αλήθεια
-
η θλίψη
δεν μπορώ να την τινάξω
παλτό για κάθε κακουχία είναι
-
δεν τον ευχαρίστησα για ό, τι μου έδωσε
γιατί το ξέχασα;
αυτό ήταν το πιο σημαντικό
εγώ θέλησα την αγάπη του
-
φωνές ανθρώπων ακούγονται από παντού
μένω ακίνητη αδημονώ
να περάσει
μια ενόχληση
θα την ονόμαζα ίσως και κακοδιαθεσία
-
κοιτάζομαι στον καθρέφτη
και δικαιολογώ το πέρασμα των αιώνων
-
ενστερνίζομαι την ταχύτητα που μαραίνονται τα λουλούδια
-
την παιδική φορεσιά ξετρύπωσα όχθες
το φτωχό σπουργίτι ερμήνευσα όταν τα άλλα παιδιά
ντύθηκαν και τραγούδησαν για βασιλιάδες και πριγκίπισσες

Μαρία Πανούτσου
2019
Ένα από τα ποίηματα της συμμετοχής μου στο βιβλίο ΦΤΕΡΩΤΑ ΛΌΓΙΑ

εκδ. ΕΝΤΥΠΟΙΣ
Jun 2020 · 135
Απρόσκλητα
MARIA PANOUTSOU Jun 2020
Απρόσκλητα

Ψιθυριστά λόγια /ταπεινά /
συντροφεύουν τις νύχτες μου /

στους ήχους μιας μουσικής
δυο βήματα προς εσένα
αρκούν να ξεδιπλώσουν
θάλασσα και ουρανό μαζί/

στα πόδια μου μπροστά
εγώ
τόσο καλά κρυμμένη
πεισιθάνατια
και εσύ
δώρο από δένδρο της γνώσης/

τι σημασία έχει
τι θα ήθελα
σημασία έχει ό τι συμβαίνει
κάθε στιγμή
της μέρας
και της νύχτας
απρόσκλητο/

Μαρία Πανούτσου
Μαρία Πανούτσου
Τα πρωινά ( ΣΤΟ ΟΛΟΓΡΑΜΜΑ )


( όλη η συλλογή ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ στο Ολόγραμμα )
Jun 2020 · 208
Οι καρέκλες
MARIA PANOUTSOU Jun 2020
Οι καρέκλες

Δεν χάθηκε η σκιά
μα και η όψη

κι εκείνο το φάνταμα
που πέρασε σαν άνεμος
μικρός
ή σαν η ανάσα κάποιου
ξυστά από το χέρι μου
χθες αργά

μα ούτε και η μορφή
-ακέραιη μονάδα θλίψης-
δεν χάθηκε
εκεί απέναντι να με κοιτά.

Όλοι εσείς που αγάπησα
εκεί,
στις καρέκλες στο σαλόνι

στην σειρά
και άδειες

Καθίστε
δεν θα τρομάξω
σαν θα δω

αντίθετα
σας περιμένω

Μαρία Πανούτσου
12/06/20
Μαρία Πανούτσου
12/06/20
Jun 2020 · 153
how to .....
MARIA PANOUTSOU Jun 2020
Portrait

HOW   TO....


If I knew how to stand
how to walk
and if the sky broke in two
just for me
over my head
and all the hidden presents
waters that mingle, in river and sea
how beautiful they look faded
lamps and stars,
then
I would have bathed, my body my hair
and that it defines me,
small bitter and tender
and faced the fire,
with words
to quench her.


(Maria Skoularikou Panoutsou)


Translated for Greek  by me   and  diligence by  Jim Musics
May 2020 · 192
2 MORNING POEMS
MARIA PANOUTSOU May 2020
Κι όμως




γράφουν για τον έρωτα
για τον θάνατο και για την ζωη

κι όμως η ποίηση βρίσκεται στην καθημερινότητα
το περπάτημα
τα βλέμματα

η κίνηση των χειλιών καθώς χαμογελούν ανεπαίστητα
καθως απλώνεται η γης και μειδιά

ο αέρας ανάλογος
και οι άνθρωποι
ν' αντιδρούν


Η ζωή μόνη της πάνω σε ένα πατίνι
τρέχω μαζί της χωρίς ρολόι
είναι το ποτήρι που γεμιζω
ο ήλιος είναι παρών σήμερα
περιμένει να πιώ.







                                     η απουσία μετρά
 
 
 
α
τα σχήματα τετράγωνα
το βλέμμα στρογγυρλό
αλλάζουμε θέση
 
β
γεμίζω το καινούργιο τετράδιο
γράφει το χέρι το δεξί
αντίχειρας ανάμεσα
σε  παράμεσο και δείκτη
 
γ
το αιώνιο χαμόγελο
 




====
Τα πρωινά
Μαρία Πανούτσου 12/05 /20
Αδημοσίευτο
Apr 2020 · 135
Winter's dawn
MARIA PANOUTSOU Apr 2020
let the wings of memory
to caress your soul  
roses are on their way,
full time grow
absorb your image
in the open air on a bow
plz deny  my friend ,
to say hello to winter's dawn


Maria  Panoutsou 2012
Apr 2020 · 151
coronavirus DAYS
MARIA PANOUTSOU Apr 2020
Αθήνα - Απρίλιος 2020



Τον καιρό του κορονοϊού, θυμάμαι εγκλεισμούς ανθρώπων.

Ο εγκλεισμός είναι ανθρώπινη ιδιότητα

--

Στον ζωγράφο Νικόλαο Δραγούμη
1874-1933
Aυτόν τον αδικημένο

…..Στην Προβηγκία, στην Προβηγκία.
Κάτω απ’ τον ήλιο να σου θυμίζει Ελλάδα. Φτωχέ μου ζωγράφε. Βρήκες το χρώμα και τις ξεκάθαρες γραμμές,την αθωότητα που ο θεός χαρίζει,την προδοσία που ονόμασες αγάπη. Φυλακισμένος εξ αρχής, φυλακισμένος πριν από όλα. Ξεριζωμός ψυχής.

Μικρές κουβέντες, μικρές ψυχές, δοσμένες στην χρησιμότητα σε πρόδωσαν. Και εσύ σεβαστικός, καρτερικός, μέχρι που το έρμο μυαλό σου ξεσπάθωσε επάνω σου, σαν τον σκορπιό που αυτό- δηλητηριάζεται, μάρτυρας εσύ του εγκλεισμού, εσύ ο μοναδικός.


αχ Νικόλαε,
πως η ψυχή μου σε νοιώθει
και ένα δάκρυ για σένα κυλά

το γυμνό ηλιοκαμένο
κορμί σου, σχεδόν σαν μούμια
ένα τοτέμ
κάτω απ’ το φως
μια άλλης πατρίδας

Φόντο ο ασβεστωμένος τοίχος
της χτισμένης καλύβας,
γίνεται ένα με τα Φαγιούμ
ένα, με τις εικόνες των αγίων
ο αποτυπωμένος σε σελιλόιτ
εγκλεισμός σου

Αλήθεια, να ρωτήσω ήθελα..
ποιο ήταν το μυστικό της αντοχής σου;
και έγινε ο εγκλεισμούς το χάρισμα για σένα;

αχ Νικόλαε,
εκεί που σεργιανά η ψυχή σου
άκουσε τι σου λέω..
έζησες πιο πολλά και ωραία
απ’ ότι πολλοί άνθρωποι
ησύχασε την ψυχή σου τώρα …

(σου άνοιξαν πόλεμο και εσύ δεν τον αναγνωρίζεις
νόμισες πως πόλεμος σημαίνει μόνο πείνα και αίμα)

Καθώς σου γράφω,
σφηνώθηκε στο μυαλό μου, η ημερομηνία του θανάτου της Λύντιας*
- γιατί άραγε -
το 1941 που ήρθε και η ολοκλήρωση της επίγειας ζωής σου.

Επίλογος

Ίσως η παγωνιά, η παγωνιά, η παγωνιά, είναι η απάντηση στην παγωνιά.
Οι απλοί των λαών του κόσμου, αν τους αφηγηθώ την ιστορία σου, θα κλάψουν και αυτοί.

….Εσείς οι αισιόδοξοι φέρτε μου πίσω τις ψυχές που θυσιάζετε. Εγώ πάντως χώρισα τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες. Σε εκείνους με τα στάχυα στην αγκαλιά και σε εκείνους με τα δρεπάνια στα χέρια.

--
*Lydia Borzek, Painter  from Roussia companion of Dimitris Dragoumis
MARIA PANOUTSOU Mar 2020
Με κάθετο τον ήλιο




Σε δύσκολες εποχές μαχαίρια βγαίνουν
με κάθετο τον ήλιο

στολές φορούν οι άνδρες
και οι γυναίκες υψώνουν τις ψωλές που δεν έχουν

ανεμίζουν   τις γλώσσες τους και μιμούνται τα αρσενικά  μαμούδια


Αλλοίμονο την πρόοδο και τις σχολές που φτιάχτηκαν
και τα νερά και τα βουνά τα ίδια που μαράθηκαν

σαν τις μανόλιες κάποια χρόνια αναλαμπής
που βγήκαν καμαρωτές και  φώναζαν


έτσι παιδιά  και αυτά μαυρίσανε
από τις γνώσεις τις πολλές
από τις αγκαλιές που κρύβανε του στίχους








Στις δύσκολες εποχές οι ποιητές μαχαίρια βγάζουν
με κάθετο τον ήλιο

και οι κιμωλίες γράφουν την καταδίκη σε αθώους και φονιάδες

ελάτε εσείς ουρανοί και σκοτεινιάστε τούτο το αστέρι για μια στιγμή

να ξαναρχίσει ο παλμός και στροβιλισμός
και ο δερβίσικος χορός




Ένα αρνί προσμένει  την σφαγή
γιορτή της άνοιξης σημάδι  

το αίμα καθαρίζει πιο πολύ κι  από το τρεχούμενο  νερό
κι ας την

την ξεβρασμένη Μήδεια και Λαίδη Μάκβεθ
να πλένεται ολημερίς  και ολη-βραδίς




Στις δύσκολες εποχές και  τα πουλιά  πετούν μακρυά μπας και σωθούν

και όπως  ο Τειρεσίας  μονολογεί απ  τον τάφο του

  ΄΄αρρώστησε  η  πόλη απ’το δικό σου το μυαλό ‘’

Σε ποιόν αλήθεια  απευθύνεται;  
Ποιόν έχει στης γλώσσας του  την άκρη;




21/03/2020

Ημερολόγιο σαν  υστερόγραφο

Μαρία Πανούτσου
Jan 2020 · 211
Untitled
MARIA PANOUTSOU Jan 2020
Maria Skoularíkou Panoútsou



SALUADE


Translated from the Greek by the poet Yannis Goumas



















*


to Mark Court


Moonlight.


A bird perched on a branch.


The man under the branch listens to a cricket.


My childhood friends have aged today.


















ADIEU A






Nothing brighter than your image.


I remember you, your eyes half-shut, dear one.


Your chest all white


and the flames of your eyes, a sorrow.

Dreams are often a repeat performance


of my arriving in a metropolis with narrow, sloping streets,


much like shadows on our lips, on nights at Covent Garden.






Trampled flowers along the pavement


remind me of the cheap Italian wine,


after leaving the Chinese restaurant for uncertain formalities.


O you, god of love!






We spent our nights on borrowed beds


caressing and crying all night long.


Oh how I loved our own flesh and blood,


and we cried together and alone,


together and again alone.






We lived, what we dreamed of.


You were a bright star in the acts of God.


And now, on the damp streets of dawn,


childhood’s spittle on your grey head


censed the cold air, and you remember


the time I held your fingertips or the hem of your blouse


to prevent me from slipping on the curb.










ADIEU B






Your handwriting or your knitted brows


before they ease, take me back.


The movement of your pelvis: the most beautiful ever seen.


Your hand, held to your belly,


or your whistling, as you gingerly walked up the stairs,


like a bird about to fly.






The thought of our encounters is harrowing.


So keep to the city’s outskirts.


And your figure is wedged into the swaying cerebellum,


and memory, a lecherous rattle, brings you as a censer.


At the end of the garden you planted jasmine,

and on the bathroom’s shelf tea rose.






On those nights the gods gathered on the one pillow.


While still asleep, saliva dribbled from your mouth into mine.


Bury your anxiety, all are figments of my imagination.


You, far away, are blissfully protected.


One lonely evening as my heart was writing verses,


I saw a dream.










THE DREAM






I saw that I had passed over,


one night when a sallow moon


saw me shedding tears of love.






It kept on changing shapes.


I stalling and it preserving its shine


till dawn, waiting


for us to go together beyond the firmament.






Then my impetuous dress rushed out into the street


along with the ghosts and mice.


The wise owl came after me,


hooting for me to get back.






What a frightful call reached my sides!


What a beat stronger than a heartbeat!






It takes long to forget.


And the sky covering me is now unrecognizable.


I’ll leave, I thought, I’ll go to him.


And I reached the moon.










QUIET VOYAGE






The moon on the street made a pothole of its body


and with quick movements embroidered a cocoon.


This it used to cover me entire, as spiritual things


kept calling me to them.






First stop, a small circle of fire.


As the flames licked the darkness,


the moon was transformed into a man.


He looked like all other men I had fallen in love with.


He clasped me in his arms, and we ****** each other.


We went deep and deeper still into the fiery disc.


With throbbing movements our bodies

passed through the fire


and onto a placeless place in the form of white,

luminous dust.


I woke up when my arms had become

knobbed branches, my legs


cobwebs, and my hair cubes of chestnut leaves.


My eyes stones, my ******* swings, and my entire


skeleton a ladder for divine, wingless birds,

and I no longer knew where I was.






Then the moon came to me quietly again, and I


once more went into ecstasies of balance on its back.


I started kissing it. I kissed it all the way,


and my fingers penetrated into its cell mass.


It left me on a home seashore, on top of a rock, while it,


a shadow of its former self,

dived into the frozen waters and disappeared.










ADIEU C






This time of night only a few cars are still on the roads.


At street corners: garbage and cats.


You’ve been away from me for years.


I become a shadow of your thought,

like the wind that in the dark


passes through the cracks and comes uninvited.


In your memory’s circle I’m also like a May wreath,

placed above your bed,


and I am burdened with monastic indulgence


and shallow seas and lagoons.


We were born in a golden cage,


hearing balalaikas and seeing dances,


thus you showered me with divine chestnut

gifts from head to toe.


But whoever hasn’t lived on earth,

can’t remember the evening clouds.


Now I offer my ******* to your two hands, so let us stay


right here, as on a Saturday, a day of rest, joy, day one.


How many times didn’t I call women

from other hours to take me


with them to quieter countries.


My limbs have become museums

for loved men and women.


When the sun rises again,

don’t ask it what you asked yesterday.


Get on a horse and go to earthen

graves before you are one with


roses, raisins, feathers, oils,

pine needles and fig milk….


It’s autumn, and

I had hoped to see you

passing in the distance.


The letters are neatly

stacked in the box of pebbles,

on top of which the fan.


Let everything rest as we say goodbye.


Io, mourns alone in the castle keep,

accustomed to ancient laws.


One last look at the large bedroom

and the narrow bed next to the window.










HESIONE






Shut in her room with the scent of roses


pounded with wet stones


picked one by one from the riverbank and shining still,


Hesione struggled to remove the clasps


which she placed on a piece of cloth weaved by her grandma.






Days later she lay in bed wrapped in a sacred vestment.


Secret hopes torpedoed her body


and for a moment removed the clasps from the groin.


All worthless.






People were buried nearby.


The freshly-dug graves smelled of tamarisks.


She and the Thoans scanned the sea.


Nothing reminded one of who she was and why she mourned.


She forgot all about Hercules, thurifications and joys never to be.


Now all worthless.


















Hesione: daughter of Laomedon, king of Troy, and sister of Priam.She was chained by her father on a rock to be


devoured by a monster in order to appease the anger of Apollo and Poseidon. Hercules promised to deliver her, for a reward of Laomedon’s wonderful horses, and killed the monster.

















REFUSAL






Throw the weak days away


for them to fight with vultures and win,


for all to be done quickly and brightly


like the most brilliant stars,


like the white nights,


when loves die and in the morning lovers split


with a pain between the eyes, between the ribs.


You and I shall fight together with

pleasures and appeals,


transient and futile changes.


The love I forsook to be with you first and alone,


doesn’t wait for the moon to rise


and retaliate for my deed.






I must be going now, before you realize t

hat I don’t really exist,


that I’m only light


casting its cells for the last time


on a human face.












MEMORY









The wind passed through the trees’ foliage.


Sandy, remote corners of no-man’s land.


Pine trees’ truncated branches.






A glance stands against every lover,


and yet last night I heard our song


as the full moon rounded the sky


and ever since passion instils twilight and dawn on my windows.






All is damp, and the wicker chair a trap.


I sought to fall in with the lines on the horizon,


and monstrous conches tattooed your face


on my white arms.


A seagull won’t be saved by sea food,


but from your hand, as you feign throwing


breadcrumbs slowly on the whitecaps.










OCCURRENCES





The ball of wool rolled beyond the hills and a cautious dog sniffed at it, ears drooping, like a gull resting on a briny wooden beam washed by the sea all day.



In the middle of the road corn undulated in the wind, and beyond stretched the sea. The nights all quiet in the last years of rainy glimmer. It was at this time that the corpse came to the front door of an old house and the windows rattled.


Then people, like a multicoloured incubus, turned their backs and took the alluring road of night.


The children came out of their homes and ran laughing through the back streets. In the hullabaloo so passed Carmen, neatly dressed. Her skirt was embroidered with crescent moons, and behind, for a belt, a trimmed mantilla, a tiny nest for lilliputian birds.













PORTRAIT








The black dress lying on the wooden floor.


Sweaty hands, earlobes frosted over.


You are incapable of mastering her unruly *******.


I see men’s eyeballs


adjacent to the outer world.


I look at the lips smeared with spittle,


the steaming nostrils, the bitten nails.


The bloated bodies have tightened the wedding rings.


The soles stretch heavily. All movements slow-footed.


Dead calm.













SISYPHUS



Man discovered his image on the lakes and was amazed.


At night, when the others had gone,


he ran in secret to see this face again


on moonlit waters, shivering all over.


I, too, a child of Sisyphus, search for my image in those


shining eyes hurrying by.


As they keep their eyelids shut, dry without the flow of tears


that bring messages of hope, I pour out short words, since


the lakes now seem far away, while the rivers and seas


no longer reflect my mien and colour.

















----


Love awaits me in your abyssal-like black armpit,


in your intimate parts, intoxicated by your fluids.


But for a couple of moonbeams below the brow, your countenance is dark.


Once I dreamed of art, now I study the art of love,


how to weave shoals in dreams at night.


I approach you with lascivious movements, and before me, one and only,


you lead me, at long last, to beauties and thoughts.






I really do look inhuman


standing as I am so far from you,


leaving you to look at me thoughtfully.















THE VOYAGE






The winding road I kick,


as a motionless stork in its nest.


On the ground chickens are hatching eggs


and ***** with their early crowing


recite a melody.


Breathless rose petals lie on my *****.


I walk on the red earth


and triumph follows me tracing muddy lines.


I belong to the generation that didn’t experience war.


On paintings and in books we came to know of sorrow,


O you, valiant ones!


And we, our lives plucked clover.


And the acacias look lonely, but not without a swarm of bees!


Up till now, my food was sprinkled with a deadly dust,


and Mary from Egypt shows me the Alexandrian grapes!














----






Everything amassed in the driver’s look.


Konstantínos or Dimítrios or Nikólaos or


Aléxandros.


Tríkala-Athens  Athens-Tríkala. The others around me are dozing;


the road alone keeps me company.






I saw lots of people in the village that evening.


The half-dark, half-lighted street hid a corpse.


They are lacerating the oceanic limbs of my beautiful beaux,


men I spent nights with, struggling in their embrace to uproot victory.


The stories from one thousand and one nights wanted me alone to stay awake!















STORY WITH AN END









I’ll tear up the paper and go back in history.


When I still hadn’t met you, in Columbus’ time.


For your sake I combed my hair, did the washing,


dried hankies and watered the hyacinth.


On the door hangs the cloth of expiation.


It’ll become dusty with time, and the junk dealer will charge for it as much as for a quick cup of coffee.










TURN






Turn round. There I am.


Next to the chair, by the stove.


On the first stair, at the slightly open door


that as you go to shut it, it shrinks back


and remains open.


I let you go


relying on what freedom?


The world is full of bodies,


mine, you’d say, was the enslavement of your soul.


And you with this face, only pressed to a woman’s breast


can I forget the yearning that sews me.


It was raining that summer, I recall.


I was aged twenty and you fifteen.










IN BRIEF






Flames are flaring  the end is near 


And you, far off, were thinking of me and touching your chest.


We here cannot hear the river boat’s whistle


bringing us tidings.


We await your return  why is the truce delayed 


and devilish, light-coloured time presses us

for pillow talk.


Come back  your presence is needed

 your gentle hands convey


life’s desires bound to end, and who knows

when we’ll find Pandora’s box 






The back room bears the odour of your body.


Scattered newspapers are yellowing like autumn leaves.


Here and there I make out letters. Your love letters


written in the same alphabet.










REPORT A






The velvet armchair’s pleats have changed shape.


The stitches, tiny loose openings over the worn calico.


An apple on the soiled material,

and all around light from the candle you just lighted.


The house is packed with people.


Delicious food and coloured drinks.


There’s no silver or gold or myrrh,


only your plain and proper gestures sap everydayness.
















REPORT B






I’ll start again from the first footprints,

the first nail scratches.






Sand-hewn swirls surrounded by spume.






On high, winged things pillory the truth.






Would that a wish rinsed human nature,


and the body of clay emitted bars of gold

of devotional gifts.






My short skirt hides my groin, snow

-white and plump,


with fine pink folds, soft and damp,

with a dripping light.


The soles’ throbbing beats time, restless beat


by pacing to and fro along the pavement.






Let us all together pitch into the waking

sound,each one a dead drunk Lazarus.






On the table a slice of bread cut by

an unknown hand,


and a jug of water standing in motion.

















REPORT C








The last days went by without your fiddling


with the creases on my ******,


your running up the stairs to grab my leg


on the last but one stair. I hold my hips still,


but no hips, hidden or not, escape you,


and now you squeeze me on your legs.






The smell of spilt ink has become one with the wind.


You’ll rediscover it as a cloud, a little darker

than the brown armchair.


Stubbornly surd, it drives you there to spend your life

in the companyof thieves, liars, persons dishonest,

lecherous, insane.

What is it that remained endless and

condemned me to write,


throughout my life, fairy tales for me to read?
Jan 2020 · 142
as truth
MARIA PANOUTSOU Jan 2020
Η ροή ξεχειλίζει σε άνοιγμα
ίσο με μια κοφτερή ηλιαχτίδα
Το βουνό αναλλοίωτο στον χρόνο τον ανθρώπινο
σκιάζει το σπίτι που μένει μελαγχολικό
και άτρωτο από κάθε μάτι κακό


Μαρία Πανούτσου
Jan 2020 · 127
Πλημμύρα
MARIA PANOUTSOU Jan 2020
σε ποιά αυλή να περάσω την νύχτα μου/
σε ποιο δένδρο να ακουμπήσω/
ποιο αστέρι να διαλέξω/
για ταξίδι στο στερέωμα/

είμαι μια πλημύρα σήμερα/
είμαι  ένα  ποτάμι/
ο αέρας μου μίλησε εχθές την νύχτα/
έκανα πως δεν άκουσα/

παρέδωσα κι εγώ το πνεύμα/  
σε ένα τραχύ  βλέμμα/
ένα άκαμπτο  αρσενικό/
μια  θαλπωρή ανύπαρκτη/
ένα  στέρνο  άκαρδο/
μια  αγκαλιά αγκάθια/
κι’ ο καθρέπτης  έσταζε αίμα/
Μαρία Πανούτσου  2018
MARIA PANOUTSOU Dec 2019
Φαίδρας προς Ιππόλυτο

Γυμνή μπροστά σε δύο άνδρες.
Να ζήσω ή να πεθάνω.
Η απουσία ρούχων με εκφράζει.

Για Δες!
Μια στιγμή αδυναμίας
και το όραμα της ελευθερίας

παγώνει.

Δεν αναρωτιέμαι πια για τίποτα.
Μοναχικός ένα δρόμος
ξανοίγεται μπροστά μου.
Αναζήτηση της ηρεμίας.
Μιας και μόνης.

Εκείνη, με το σώμα αγνό από πάθη.

Δρόμος σκοτεινός και τρομαχτικός
αφού τα δυο σου μάτια, ίδιοι φανοί,
θα λείπουν απ’ την ζωή μου.
Μοναξιά ήρεμη καλώ να με ακούσει.

s.o.s

Πριν είναι αργά και η θέληση
για θάνατο, με πλησιάσει.

Σε λίγο αυτό το γράμμα,
η πιστή παραμάνα, θα παραδώσει.
Σκυφτός θα την διαβάσεις.
Σε λίμνη θα την δώσεις,
τροφή των ψαριών, το ξέρω.
Μα πριν, κάθε κόκκο φιλίας δικής μας,
να εκτελέσεις, σπονδή, στην θεά Αφροδίτη.
Μαρία Πανούτσου
Αθήνα 2019
MARIA PANOUTSOU Dec 2019
Αυτό το  ταξίδι κράτησε πολύ


                                                          ­                                                                 ­      Μην φωνάζετε
δεν είμαι κουφή
ακούω τα πάντα




Από το εκεί στο εδώ
με μάτια ανοιχτά  και δεν τυφλώθηκα
τρύπωνε το φως πότε - πότε

Κοίταξα  πρώτα τον γιατρό που με κοίταζε
κοίταξα και  την μάνα μου - ακόμη πονούσε
-χαμογελαστή πονούσε-ανοιχτό το σώμα

Μετά  έκλεισα τα μάτια να ξεκουραστώ
το ταξίδι μεγάλο
και οι πόνοι με χίλιους ήλιους σε νέο πλανήτη

Για μένα  το νερό μοναστήρι πρώτο
πιο σημαντικό κι’ απ’ το φως
και ο αέρας ένα  ποτάμι και αυτό


Ήθελα να γεννηθώ  ανάποδα  
αλλά στο τέλος άλλαξα γνώμη
και βγήκα με το κεφάλι ΄
φελούκα στον ουρανό

Μέσα στο σώμα της, σκοτάδι
υγρασία και  ένα κύμα ταλάντευσης
κούνια και ύπνος  βαθύς

Δεν ήθελα να ξεγελαστώ
κάτι μου έλεγε ότι θα  έχανα την επαφή  
μόλις αντίκριζα το φως
από  τί δεν ήξερα -σκεπτόμουν όμως
λαγοκοιμόμουν
αφουγκραζόμουν  

Κράταγα
τα
σχοινιά  
του
καραβιού

Κράτησε πολύ αυτό  το ταξίδι  
αναρριχιόμουν συνεχώς
καθώς γευόμουν  την μυρωδιά της μάνας
αλλά και την φωνή της που με πότιζε  
με ερωτήματα

Όλο αυτό
είχε  
μια  
γλύκα
ενοχλητική  

Το φως αντίκρισα κουρασμένη  
και  φωνή δεν είχα  να κλάψω
όμως  έκλαψα στο τέλος  
για να ησυχάσουν οι άλλοι

Αυτό το χωρίς επιστροφή  
ταξίδι του ερχομού  
που φανερώθηκε
κράτησε χρόνο πολύ

Στις χούφτες μου μηνύματα κρατούσα σφιχτά
δώρα για βασιλείς και αρχόντους
και στις κόρες των ματιών μου
όλη  η  ζωή της ανθρωπότητας

Είμαι αδύναμη και ο ψυχισμός βουβός
τις νύχτες με παρατάει
και τρέχει σε μέρη άγνωστα κι’  αφιλόξενα
γεμίζει τις φλέβες μου με δηλητήριο
το αισθάνομαι καθώς  όλο το σώμα
σαν το υγρό που ξεχειλίζει κάποια στέρνα

Βρίσκομαι ακόμη σ’ εκείνο το ταξίδι
η μήτρα  γεννά και η μήτρα θάνατο σπέρνει
άντε αδέλφια και εσύ θεέ
ανοίχτε τις  θάλασσες  
δεν έχουμε χρόνο πολύ ακόμη
----Κέα  2019
Dec 2019 · 159
Ενοχή
MARIA PANOUTSOU Dec 2019
…του θέρους μνήμες  σκόρπαγε, τις περασμένες
μαζεύοντας τα πρωινά, κοχύλια στις ακτές,
ξεβράσματα μιας εποχής, της θάλασσας περίσσια,
κι’ έριχνε βλέμματα σε τόπους άλλους μακρινούς,

σκορπίζοντας  το είναι του, σε νύχτες λαφιασμένες
καθώς οι μέρες ισομετρικά, ταξίδευαν παντού,
κι οι φόβοι να τον κυβερνούν,
στο μήκος των ονείρων,
χαραματιές που άφηναν σε σώμα και ψυχή,

ki’ ανυποψίαστος αυτός, ριγούσε, μπερδεμένος,
σε κάθε  χτύπο  του κορμιού,
και της καρδιάς
και του σπιτιού το τρίξιμο….

κι' άφηνε του φόβους του να κυβερνούν
καθώς οι μέρες ταξίδευαν
εκείνος
το μήκος του χρόνου μέτραγε  
κι ακούγονταν παντού
πατημασιές

2019 Αθήνα
Dec 2019 · 162
.....
MARIA PANOUTSOU Dec 2019
.ο έρωτας, ένα άχρηστο τραπουλόχαρτο
που μόνος, εξαργυρώνεται
στον χωρισμό,

κι’ εκεί ανθίζει, κι’ εκεί ανέρχεται
στους εφιάλτες, στα γδαρσίματα,
σαν ένα τρένο, που βρίσκεται  πάντα μπρός..

Τα πρωινά
Μ.Π
MARIA PANOUTSOU Dec 2019
Καράβι στολισμένο

ετοιμόρροπο/

στην άκρη θαλάσσιου ύδατος/

εξατμίζεται



Αστόλιστο  δένδρο

γυροφέρνω/

με  στολή ναυαγού/

πριν κυλίσει αργά στο σκοτάδι



Γιρλάντες απωθώ/

μ’ ενοχή τρανταχτή/

δώρα χαρμόσυνα/

ατμόσφαιρας  λειψής



Ψαχουλεύω  στις  τσέπες

του μυαλού μου/

περπατώ

στο δωμάτιο αργά/



Σε φέρνω στολίδι

σε  δικό μου ζωγραφισμένο πίνακα/

και  αναρωτιέμαι

για τη μορφή σου/



Έξω βοριάς/

μα να / ο  αιώνιος  Σίσυφος /

κουβαλώντας τον σταυρό του/

μόλις γεννήθηκε



Σηκώνω τις λέξεις

τις τραβώ απ’ το κορμί Σου/

καταπίνω τ’ όνομα Σου/

γεμίζουν τα σπλάχνα  μου ευλογία/

Σε θέλω  φίλο/



Ξεσκεπάζοντας

βλέπω τα σημάδια Σου

άπιστε Πέτρο/

αναποδογυρίζω  εικόνες/

με τον Ρουμπλιόφ

να κλαίει γοερά/



Τι μένει απ’ την γιορτή γέννησης/

παρά ένας καημός/

κι ένας λυγμός



Στην  άκρη της πόλης/

πάνω σε πέτρα άβολη

και κοφτερή/

Σε βλέπω/



Ένα παιδί που μόλις  μεγάλωσε/

δηλώνει  πίστη και  λέει/

«Άφετε τα παιδία

και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με,

των γαρ τοιούτων εστίν

η βασιλεία των ουρανών»



Έξω/ ωχρή συννεφιά/

Σε σκέπτομαι στο κρύο/

και παγώνω/

Σε  αφήνω σκυφτό /και  σκεφτικό/

Χριστέ μου



Γυρνώ το βλέμμα μέσα/

επιστρέφω στο χρέος /

εγκαταλείπω το χάος/



Τιτίβισμα παιδιών με καλεί/

εξιστορώ τον ερχομό Σου/

Λιβάνι / Χρυσός  και Σμύρνα/



Βάζω τα λόγια Σου

στο στόμα μου και πάω/

σε μια καρδιά δική Σου/

και δική μου/



Ο κύκλος  ξεκινά και πάλι/

Είναι Χριστούγεννα
MARIA PANOUTSOU Dec 2019
Ήταν Δεκέμβρης....
Πάθους ομολογία
Στον κήπο τα δένδρα φούντωσαν
Δένδρα  της χειμωνιάς
Χρώματα βαθιά του πράσινου
Σκληρά της αντοχής
Ο αέρας μιλάει με ό τι βρίσκει μπροστά του
Με ό τι  του αντιστέκεται

Τις πόλεις ονειρεύομαι να ξενυχτούν
Οι άνδρες σε μπουρνέλα φτάνουν
Και  κάτι γάτες τρέχουν να προλάβουν
Το άδειασμα των σκουπιδιών
Πιο πέρα  η χαρά  μπουρδουκλωμένη


Γυρίζω το βλέμμα στο κήπο
Στην πικρίλα των άγουρων αχλαδιών
Και  στη ξινίλα των πορτοκαλιών
Που άρχισαν να πέφτουν πρώιμα



Μαρία Πανούτσου
MARIA PANOUTSOU Dec 2019
Μην φωνάζετε
δεν είμαι κουφή
ακούω τα πάντα




Από το εκεί στο εδώ
με μάτια ανοιχτά  και δεν τυφλώθηκα
τρύπωνε το φως πότε - πότε

Κοίταξα  πρώτα τον γιατρό που με κοίταζε
κοίταξα και  την μάνα μου - ακόμη πονούσε
-χαμογελαστή πονούσε-ανοιχτό το σώμα

Μετά  έκλεισα τα μάτια να ξεκουραστώ
το ταξίδι μεγάλο
και οι πόνοι με χίλιους ήλιους σε νέο πλανήτη

Για μένα  το νερό μοναστήρι πρώτο
πιο σημαντικό κι’ απ’ το φως
και ο αέρας ένα  ποτάμι και αυτό


Ήθελα να γεννηθώ  ανάποδα  
αλλά στο τέλος άλλαξα γνώμη
και βγήκα με το κεφάλι ΄
φελούκα στον ουρανό

Μέσα στο σώμα της, σκοτάδι
υγρασία και  ένα κύμα ταλάντευσης
κούνια και ύπνος  βαθύς

Δεν ήθελα να ξεγελαστώ
κάτι μου έλεγε ότι θα  έχανα την επαφή  
μόλις αντίκριζα το φως
από  τί δεν ήξερα -σκεπτόμουν όμως
λαγοκοιμόμουν
αφουγκραζόμουν  

Κράταγα
τα
σχοινιά  
του
καραβιού

Κράτησε πολύ αυτό  το ταξίδι  
αναρριχιόμουν συνεχώς
καθώς γευόμουν  την μυρωδιά της μάνας
αλλά και την φωνή της που με πότιζε  
με ερωτήματα

Όλο αυτό
είχε  
μια  
γλύκα
ενοχλητική  

Το φως αντίκρισα κουρασμένη  
και  φωνή δεν είχα  να κλάψω
όμως  έκλαψα στο τέλος  
για να ησυχάσουν οι άλλοι

Αυτό το χωρίς επιστροφή  
ταξίδι του ερχομού  
που φανερώθηκε
κράτησε χρόνο πολύ

Στις χούφτες μου μηνύματα κρατούσα σφιχτά
δώρα για βασιλείς και αρχόντους
και στις κόρες των ματιών μου
όλη  η  ζωή της ανθρωπότητας

Είμαι αδύναμη και ο ψυχισμός βουβός
τις νύχτες με παρατάει
και τρέχει σε μέρη άγνωστα κι’  αφιλόξενα
γεμίζει τις φλέβες μου με δηλητήριο
το αισθάνομαι καθώς  όλο το σώμα
σαν το υγρό που ξεχειλίζει κάποια στέρνα

Βρίσκομαι ακόμη σ’ εκείνο το ταξίδι
η μήτρα  γεννά και η μήτρα θάνατο σπέρνει
άντε αδέλφια και εσύ θεέ
ανοίχτε τις  θάλασσες  
δεν έχουμε χρόνο πολύ ακόμη



MARIA PANOUTSOU
----KEA 2019
MARIA PANOUTSOU Nov 2019
Μήπως σας θυμίζει κάτι αυτό;
δείχνει ένα πανί
Μήπως αυτό σας θυμίζει κάτι;
δείχνει ένα μικρό πιθάρι
Μήπως αυτά τα πέδιλα, σας θυμίζουν κάτι;
δείχνει μια φωτογραφία
Μήπως κάποια από αυτά τα μέρη, σας θυμίζουν κάτι;
δείχνει φωτογραφίες από διάφορες πόλεις της Ευρώπης.

Με πονάνε αυτά τα μέρη. Στο καθένα, έχω αφήσει κάτι από μένα. Μην με χωρίζεται από τα μέρη που πέρασα, μην τεμαχίζεται την ζωή μου, αφήστε όλα τα κομμάτια μου, όσα η μνήμη μου επιτρέπει να θυμάμαι.
Πέρασα κάποτε από εδώ και το κράσπεδο αν μιλούσε, θα έλεγε τι αισθήματα είχα τότε, θα έλεγε, τα λόγια μου, τους ήχους που έβγαζα, πως μίλαγε το βλέμμα μου.
Θα έλεγε πως όταν ήμουν μόνη και περπατούσα και χάζευα και έβλεπα και επισκεπτόμουν κι’ όλα αυτά μόνη, ήμουν χαρούμενη και πλήρης. Και ότι μόνη ή όχι μόνη, η ανυπομονησία δεν με άφηνε γι’ αυτό ήθελα να κοιμάμαι πολλές ώρες γιατί μόνο τότε, η ανυπομονησία ξεκουραζόταν και αυτή.
Το τραγούδι αυτό, που σας λέω μιλάει για την αγάπη μου. Αυτά τα μέρη είναι πιο ισχυρά από την αγάπη μου, αυτά τα μέρη, έχουν την ιστορία τους, με περιέχουν, αυτό είναι πιο δυνατό από την αγάπη για έναν άνθρωπο.
Γι’ αυτό τραγουδώ.
Μήπως αυτό το μέρος σας θυμίζει κάτι;
δείχνει μια φωτογραφία
Είναι το μέρος που ήμουν καθισμένη και έβλεπα τον ουρανό, ή σκεπτόμουν την σιωπή.
Έπειτα ήρθε η τύφλωση, όχι κάτι τραγικό, να.. ένα ανακάτεμα από χρώματα.

Στρίψε και άσε με.
Φύγε και ξέχασέ με.
Τα πάντα εδώ γύρω.
Το πεζοδρόμιο απ’ έξω.

Ανάσκελα και ο σκύλος
Το ντέφι γυρνάει πίσω.
Τα κουδούνια του Θησείου.
Κρύψε, σήκωσε το σεντόνι.
Κρύψε ό,τι είναι σκορπισμένο.
Λάμπουν τα γραψίματα.
Τα μάτια άδεια.
Ανατριχιάζει το κρύο
Πινελιές στο τζάμι.

Μνήμες 1989-2019
Μνήμες 1989-2019
Nov 2019 · 168
Portrait
MARIA PANOUTSOU Nov 2019
If I knew how to stand
how to walk
and if the sky break in two
just for me
over my head
and all the hidden presents  
waters that mingle, in river and sea
how beautiful they look faded
lamps and stars,
then
I would have bathed, in body and hair
and that it defines me,
small bitter and tender
and face the fire,
with words
to quench her.

Maria Panoutsou
MARIA PANOUTSOU Nov 2019
Πορτραίτο

Αν ήξερα πώς να σταθώ
και πώς να περπατήσω
κι’  αν άνοιγε ο ουρανός
εμπρός μου,
κι όλα τα δώρα τα κρυφά
και τα νερά που σμίγουν
σε ποταμό και θάλασσα
πως όμορφες φαίνονται  σβηστές
λυχνίες και αστέρια
θα ΄λουζα σώμα και μαλλιά
και ότι με ορίζει
μικρό πικρό και τρυφερό
και του προσώπου την φωτιά
με λόγια να  την σβήνω.
maria panoutsou
MARIA PANOUTSOU Nov 2019
Avec notre passé pour guide
On se devrait d'être lucide.....


Η πιο αληθινή χειροπιαστή  στιγμή/ ενός  έρωτα έιναι το τέλος του /

αυτό  το κενό / στον χώρο του  διαφράγματος/

η ελευθερία  και το άγνωστο που περιμένει/  όσους  ζήσανε για λίγο μαζί/

ένας κόσμος άγνωστος /που μπερδεύεται με τις αναμνήσεις/

ο πόθος που  δεν  τελιώνει /και σαν χταπόδι  επιζητά το πνίξιμο του κορμιού/

όμως  η απελευθέρωση  / που ακολουθεί είναι ένα δώρο  άδωρο/

καθώς   η μνήμη πιο ισχυρή και από τον έρωτα/
μπερδευύεται στα πόδια μας τις  νύχτες/

και σβύνουν της μέρας /κάθε προσπάθεια για  σιγή/
Μαρία Πανούτσου Νοέμβριος 2019
Nov 2019 · 171
Η νύχτα
MARIA PANOUTSOU Nov 2019
Η νύχτα


όπως η μελάνη που στάζει σ’ ένα άσπρο χαρτί
έτσι αγγίζω τις ριπές του δειλινού μιας μέρας

εκεί στη άκρη της γλώσσας, δες το σπυράκι
στη άκρη της χούφτας, ένα λερωμένο μαργαριτάρι
μ’ ένα ποταμό από φιλιά αρχίζει το όνομά σου
ν’ αλλάζει να γίνεται ένα σφουγγάρι από μνήμες

σταλάζει η αγριάδα του κορμιού σου
κι ‘εντοπίζω έναν χτύπο δικό μου στο σύμπαν

σε αποκαλώ, σε φωνάζω, αγέρα αναστημένο
μήπως και βρω μια συγγένεια με την φύση

υπάρχει ένας τόπος αγρυπνίας με ανθρώπους
εμένα μου φτάνει ο ύπνος της νύχτας κοντά σου

την νύχτα που μας σκεπάζει και μας ενώνει

Μαρία Πανούτσου
Νοέμβριος 16 / 2018
Nov 2019 · 287
hymn 1
MARIA PANOUTSOU Nov 2019
το πιθάρι στην γωνιά
κι’ η μνήμη σκορπισμένη,
άδειο δωμάτιο μικρό


κύριε ανθρώπων κι΄ όλων των πλασμάτων
πλησίασε   και άφησε  ευλογημένη,
εμένα, την ταπεινή σου  δούλη

πηγάδι που άνοιξε μπρος μου  στεγνό,
κορμί κουλουριασμένο,
σε ίδιο σχήμα χωρά

σου δίνει ορμήνιες,
και σβήνει  την δίψα,
την άτολμη λύσσα

τίναξε τις ριπές των λόγων σου,
και τράβηξε μακριά στο  ξέφωτο,  
κι’ εκεί,  και άφησέ με  

Λίγος  ο χρόνος  του ανθρώπου  
και μόλις  προλαβαίνει  
κύριε ανθρώπων και όλων των πλασμάτων


hymn  1

maria Panoutsou
Oct 2019 · 207
Lady Godiva,
MARIA PANOUTSOU Oct 2019
αρκεί που με  αγάπησες
για μέρες,
μέρες γεμάτες από ένα  σύννεφο αναμονής
αναμονή, για  αγκάλιασμα
για βλέμμα κατευθείαν
στην κόρη των ματιών.


απουσιάζω από τα όνειρά σου
όμως  εσύ με επισκέπτεσαι ταχτικά
σε διάδρομους με χρώματα
ξεκολλάς από τον τοίχο
σαν ταπετσαρία σχισμένη

θα περπατώ πάνω στο σώμα σου
και θα τρέφομαι από το αίμα σου
σαν μια μικρή ξεχασμένη ψείρα
που ξέμεινε  από ένα σμήνος
κάποτε,
σε αποθήκη με στάρι σαπισμένο



ο αέρας με καλεί,  για έναν περίπατο,
ως την επόμενη αυγή που θα βρω το θάρρος
να περπατήσω σαν την Lady Godiva,
διασχίζοντας στην πόλη που με γέννησε.

Μαρία Πανούτσου
Στίχοι  2019
Oct 2019 · 240
Do not run it is useless
MARIA PANOUTSOU Oct 2019
Glory is just a name

Birth is not

Death is not







Metamorphosis to a pic,

late night  yesterday,

have been decided.




I was thinking of  the children

-miss them

missing, as a long happy breath.  



Imagine the moment of exodus

when words became difficult to collect them,

and a spirit without flame appears.



Serenity  around  the clouds,

today  with little drops of  rain

in my window.




Maria Panoutsou- English verses
2019
Aug 2019 · 217
για την Suzanne Eaton
MARIA PANOUTSOU Aug 2019
με στοιχειώνουν οι άνθρωποι

δεν θα κρυφτώ στην αγκαλιά τους

οι σκιές που περπατούν γύρω μου με καλούν
για ένα τσάι λίγο

πριν την δύση του ηλίου

κι όμως

ο Μαβίλης λέει ποτέ το δείλι μην θυμάσαι τους νεκρούς



έξω το αεράκι δροσερό με θωπεύει

θα μείνω πιστή στην φύση
θα πω όχι  στο κάλεσμα

αφήνω τους φόβους και την καλοπέραση
και εκτείνομαι στο άπειρο
για την Suzanne Eaton

μ.π 2019
MARIA PANOUTSOU Jul 2019
με στοιχιωνουν οι ανρωποι

δεν θα κρυφτω στην αγκαλιά σου

οι σκιες που περπατουν γυρω μου με καλουν
για ενα τσαι λιγο

πριν την δυση του ηλιου

κι όμως

ο Μαβιλης λέει ποτε το δειλι μην θυμασαι τους νεκρους

εξω το αερακι δροσερό με θωπευει

θα μεινω πιστη στην φυση
αλλά δεν θα πάω στο κάλεσμα

αφηνω τους φοβους και την καλοπέραση
και εκτεινομαι στο απειρο

για την Suzanne Eaton
μ.π 2019
MARIA PANOUTSOU Jun 2019
Τρίτη έκδοση 2018-2019



Και προσεύχομαι στο Θεό
να έχει έλεος πάνω μου
M.Π



Είμαι μαζί του
η πόλη δεν είναι τόσο κρύα.
Ο χρόνος είναι ένα παιχνίδι,
για παιδιά και εραστές,
Το διάστημα γεμίζει
με το παιχνίδι των αστεριών.

Μετακινιούνται τα σώματα
ανάμεσα σε τόπους,
να βρούμε μια φιλόξενη γωνιά,
για την γύμνια  τους,
ένα χώρο ειρηνικό.

Συλλέγω λουλούδια,  
χαρτί, για μένα.,
«γράφε» διατάζω.
Χαμογελούσα  καθώς περπατούσα
έχοντας μέσα στα ματιά,
τα πρόσωπα .της νύχτας

Πόσο εύκολος είναι ο χειμώνας,
όταν αγαπάς.
Όχι η αγάπη της διπλανής
πόρτας,
ή μια ουτοπία της νοσταλγίας,
ή το έντομο,
που πετάει γύρω απ’ την μύτη
με θόρυβο,
και κανείς
δεν το αδράχνει.

Για αυτόν τον καλοσυνάτο χειμώνα,
αιτία,
είναι μια αγάπη
που συνορεύει με το τίποτα*.
Μαρία Πανούσου,
* Αναφορά στον Ν. Καρούζο.
Jun 2019 · 224
Glance Story
MARIA PANOUTSOU Jun 2019
Maria Panoutsou


Glance Story
Third  Version 2018-2019


And pray to God
to have mercy upon me
M.P

I am with him
city is not so cold.

Time is a game,
for children and lovers,
space, is game for stars,

Moving between places,
to find an easy corner,
for our naked bodies.

A little peaceful venue,
for our eternity,.

I collect flowers, for him,
he is preparing
paper, for me  to write
a story.

We smile, as we are walking
having inside our glance,
the face of each other.

How easy Winter is,
when you love someone.

Not the  NEABHOUR ‘S  love  
Or  the utopia one,
Or  like  an insect,
who is flying around the  noise,
and not be able to any one  
to catch it.

For this ‘winterlove’ of mine,
cause,  
Is a love near to  nothingness

~*~
Maria  Panoutsou,
Jun 2019 · 234
Untitled
MARIA PANOUTSOU Jun 2019
Δευτερόλεπτα.

Με ένα βιβλίο λιγότερο θα σώναμε έναν άνθρωπο,
και δεν μιλάω για όσους εκλιπαρούν για μια γαλάζια χρυσή πισίνα διπλά στην θάλασσά, και εμένα ίσως για μια στιγμή να εναλλασσόταν θυμός και γοητεία, άλλα ποτέ δεν θα την έκτιζα ίσως να έκτιζα στο ίδιο μέρος, ένα μνημείο, να τύμβο, ένα σπιτάκι, μια καλύβα, ίσως καλύτερα μια σειρά από δένδρα καρποφόρα.

ειδωλολάτρες μιας και μόνης μορφής/

που μας λιανίζει /σε στάση και σε κίνηση/

που/ εναλλάσσεται μέσα στην απραξία/

όταν η δίνη όμως θα φανεί όλα ξεκαθαρίζουν /

και μένει ένας θαυμασμός/ μια ιαχή ήττας /

για κάτι τι που ελάχιστα γνωρίσαμε/

αφού δεν δώσαμε πίσω ζωή/

αξιοπρέπεια /

και χέρι βοηθείας /

σ' έναν άνθρωπο/


Τα πρωινά 10/16/19
Μαρία Πανούτσου
May 2019 · 214
love you not
MARIA PANOUTSOU May 2019
Θα σε μισώ μέχρι το τέλος του κόσμου
και μέχρι εκεί που δεν υπάρχει κάτι ακόμη
στην φυλακή που με έβαλες υπάρχω
και θα υπάρχω όσο ο ήλιος καθρεπτίζεται
σε κάγκελα μουντά.(....}




Μ.Π Τα πρωινά.
MARIA PANOUTSOU May 2019
Το δείλι …..κλπ ….κλπ


Βόλτα…
Είναι  ωραία  να πηγαίνεις βόλτα…
Πολύ ωραίο να πηγαίνει κανείς βόλτα …..
Το απόγευμα, όταν όλα γίνονται πιο μαλακά..
Πριν βραδιάσει όταν ….κτλ…. κτλ… κλπ….
Είναι  πολύ …..   κλπ κλπ κλπ
Είναι  ωραίο  ….   κλπ κλπ
Πιστεύεις πολλά πράγματα  τέτοια ώρα.
Πιστεύεις θεούς  και δαίμονες,  φίλους και εχθρούς….
Συμβουλές έχω  πάρα πολλές ….να δώσω  γι αυτήν την ώρα.
Ότι δεν πρέπει να  κοιμάται κανείς το δείλι  
…είναι μια από τις  αυστηρές συμβουλές μου  
να κοιτάει προς  τα εκεί που δύει ο ήλιος καλύτερα…..

Να ντύνεσαι όταν  ετοιμάζεσαι  να βγεις έξω τέτοια ώρα
προσεγμένα,
αν και πολλές φορές πιθύμησα να βγω έξω  το  δείλι,
όπως ακριβώς ήμουν ντυμένη ή  γυμνή την στιγμή την δεδομένη…

Και άλλοτε να βγω με την φαντασία μου,  
το σώμα μου να παραμείνει εκεί στην θέση  του ακίνητο,  χαλαρό, αδιάφορο,

Και άλλοτε  μ’ αρέσει να φτιάχνω τα συρτάρια τέτοια ώρα,
…..      αυτές οι καθημερινές  στιγμές,  χωρίς προσδοκίες και  όνειρα,

διαφορετικά, κάλεσε με να  σε δω   εκεί στην γωνία του δρόμου..  
να πλησιάζει ο ένας τον άλλον  χαμογελώντας …   κλπ…. κλπ

Μαρία Πανούτσου
Μάιος 2019
Μαρία Πανούτσου
Μάιος 2019
MARIA PANOUTSOU Apr 2019
Η Άνοιξη η πιο σημαντική εποχή του χρόνου για μένα.

Εδώ η ψυχή παίρνει μορφή
κατρακυλά στους κάμπους/
στα βουνά/
στις λαγκαδιές/
στην ακροποταμιά/
λούζεται με το άγιο ιμάτιο
και αναπολεί /
τις ασώματες στιγμές/

ας είναι ατόπημα κάθε σκέψη/
πράξη/
που δεν σε περιέχει θεάνθρωπε/
Μαρία Πανούτσου
23/04
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
MARIA PANOUTSOU Mar 2019
Μαρία Πανούτσου
Κοιτώντας Πλάγια



Vivir qiuero conmigo
Gozar quiero del bien que debo al cielo
A solas sin testigo
Libre de amor, de cello
De odio de esperanzas de recelo

Fray Luis De Leon




Γιορτινός Θάνατος Α΄

μέσα στην χαρά καραδοκείς
και σφηνώνεις σε κάθε στιγμή
του χρόνου, ανομολόγητε,
το μυαλό μου σε εκλιπαρεί
μα δεν υπάρχει έλεος στην αγάπη σου
εσύ αποφασίζεις πότε και που
και όπως ο Ιωάννης του σταυρού
σε πρόσεξε,
έτσι και εγώ, αφέντρα του εαυτού μου
γίνομαι μια περαστική
στην ουρά του βασιλείου σου  



---



μάζεψε τα πέταλα από αυτό το λουλούδι
και φύλαξε τα πράσινα φύλλα/
ζουμπούλι
και ορχιδέα /
σε ένα γυάλινο βαζάκι /με φως
να διαπερνά το τυχαίο βλέμμα/ υγρασία/
έξω στο χορταριασμένο κήπο/ κρύβομαι
μ’ ένα μικρό φύσημα αέρα παρέα/ μαζί/
πάντα μαζί /με τον κόσμο που αγάπησα
η ομορφιά δεν κρύβεται/
δεν ζητά/ δεν πεθαίνει/

---

ψάχνω πως ζωγραφίζεται η ευτυχία  
γράφοντας  ένα ποίημα /
για τον άγνωστο Χ



Γιορτινός Θάνατος Β΄


και σαν άπιστος

Θωμάς/ ψάχνω τα σημάδια

στα χέρια σου/ για να πειστώ

κι όμως /

στα τυφλά σε δέχτηκα  

εγώ


© Μαρία Πανούτσου
Κοιτώντας Πλάγια 2018
MARIA PANOUTSOU Mar 2019
Τα του σύμπαντος είναι όλα  μια σημαία άσπρη
Τριλογία


Ο Θεός

η αγκαλιά μου ανοίγει σαν ένας πάνλαμπρος κάμπος,
εκεί διακλαδίζεται σαν ένα χταπόδι τεράστιο, ένα δένδρο
με τις γειτονικές του ρίζες, να αγγίζει ένα ποτάμι θωλουρό

η αγκαλιά μιλάει για τους Ωρωπούς
το δένδρο,  για  την γη
και το ποτάμι, για  την ιστορία

οι ρίζες  χάνονται μέσα στου χώματος την μουντάδα
και  εκεί, σμίγουν  πλάσματα  χωρίς όνομα
εκεί  κι’  ο θεός κρυμμένος, ξεκουράζεται

---

Ο γείτονας

οι ήχοι από  καρέκλα  που μετακινείται
η πόρτα πόσες φορές ανοίγει και κλείνει
ένα βράδυ  άκουσα ένα κλάμα
ένα άλλο βράδυ άκουσα τους βόγκους
δεν ξέρω αν  ήταν από πόνο ή  από τον πόνο του έρωτα
ένα άλλο βράδυ με ξύπνησαν οι φωνές τους
άκουσα όλο τον καυγά
ευχάριστες μυρωδιές φτάνουν σε μένα  
αναγνωρίζω όλο το μενού της βδομάδας
σηκώθηκα και ήπια καφέ θυμήθηκα έναν δικό μας καυγά  
άφησα την  γνώση μου παρακαταθήκη σε εκείνη την γειτονιά
θα με θυμούνται για πολύ καιρό
δεν θυμάμαι τι έλεγα,
όπως και δεν θύματα τι έλεγαν οι γείτονες εκείνο το θλιβερό βράδυ
έμεινε, εκείνη η  ένταση,  εκείνοι οι τόνοι της απελπισίας

----

Το παιδί

Η μυρωδιά του παιδιού, η μυρωδιά του παιδιού
Η υγρασία του στόματος, η υγρασία του στόματος
Το άνοιγμα των ματιών, το άνοιγμα των ματιών
Η ταχύτητα, η ταχύτητα,  η ταχύτης
Η χάρις του σώματος,  η χάρις του σώματος,
2019  μαρία πανούτσου
Feb 2019 · 178
χοπ χοπ χοπ
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
δυο βήματα πριν και τρεία μετά
βρίσκομαι σε ένα δρομάκι
κοντά, ένα ρυάκι που συνοδεύει ρυθμικά
μαζι και δυο μικρα κατσικάκια
κοιτούν περίεργα τον βηματσμό μου
και κοντοστέκονται
πριν αρχινήσουν το χοροπηδητό
χοπ χοπ χοπ

πλησιαζει η άνοιξη κρυμμένη στον αγέρα του βοριά
μα εγώ την ακούω και της κρυφομιλώ
MARIA PANOUTSOU   24  FEBRUARY
Feb 2019 · 245
A butterfy
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
Σαν πεταλούδα Βαδίζω τον χρόνο/
νύχτα με νύχτα /
κάθε  πρωί/ μια  νέα πεταλούλα/
  υφαίνεται/
μέχρι το επόμενο σκοτάδι/
κάποιο φως
θ αφανίσει καίγοντας /
                    τα λεπτά φτερά της/



maria panoutsou
Feb 2019 · 162
Εσύ
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
Εσύ,

κρυώνω λέω, το φως λιγοστεύει

κι’ ανάμεσα σε δυό σιωπές,

η ανάγνωση του ευαγγελίου,

στο στήθος μου επάνω γράψε

την ημερομηνία θανάτου μου

(εσύ) μόνο την ξέρεις

λίγο πιο πριν από την αυγή,

ύπνος σου για μένα

η γραφή του τέλους

δεν σε νοσταλγώ ούτε αφήνω το-

σώμα σου να τριγυρνά

στις απολήξεις του κορμιού μου

ο φόβος του θανάτου με πλησιάζει

όταν (εσύ) μακριά

αποσταίνεις

ξέρω την τύχη των ανθρώπων,

κοινή- σαν μια πουτάνα για όλους,

εμάς- στο δρόμο περιμένει

τι μας έκανε η πλάση τόσο

να υποφέρουμε

για ένα τίποτα-

αχ και να μπορούσα να σου

πω μια ιστορία- μέχρι το χάραμα

της άλλης μέρας

αυτό πως τ’ ονομάζουν

οι σοφοί; πως ονομάζουν

την κάθε μας στιγμή που φεύγει;

του έρωτα φτερά, έγιναν πούπουλα

πούπουλα, για να φουσκώνει

το μαξιλάρι που κοιμάσαι

μην ψάχνεις

το σώμα μου–

για γυναικεία σημάδια

δεν είμαι παρά

ο άλλος, ο άφυλλος

ο εαυτός σου

ακούς χτυπήματα στην πόρτα;

το βουητό

της νύχτας;

περίμενε το νήμα

από το λώρο

να σε τραβήξει όπου νάνε

μιλώ με την φωνή της φύσης

κι υποψιάζομαι

τι είναι χειρότερο απ’ τον θάνατο

κοίτα εκείνους τους πιγκουίνους,

πόσο ξεχωρίζουν

μ’ έναν μόνο ήχο την καλή τους

«εσύ,

με ξεχωρίζεις,

με ξεχωρίζεις- άραγε;»
12/02/2019    MARIA PANOUTSOU
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
κανείς δεν είναι ερωτευμένος/
το βλέπω στα μάτια τους/ στις
γκρί  σκιές του προσώπου/
στο ξεγύμνωμα της  
σάρκας /στο άψογο ντύσιμο/  
στην ανεπέστατη  ρυτίδα των χειλιών τους/  
στα κλεφτά νάρκισσα  βλέμματα
στα διπλανά τραπέζια/
κάνεις δεν είναι ερωτευμένος/
σαν τις αράχνες
αδημονούν το επόμενο θύμα /
περιτύλιγμα σε  χαρτί  αλουμινέ/
με βήμα γοργό /
στα μονοπάτια  της αχλής μοναξιάς
Feb 2019 · 250
το σύμβολο
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
Το σύμβολο


δεν μοιράζομαι τα όνειρά μας
δεν μοιράζομαι τις ονειρώξεις μας  

δεν μοιράζομαι τις λέξεις που σου είπα
δεν μοιράζομαι το βλέμμα που σου χάρισα

δεν μοιράζομαι τις σμίξεις και τους αποχαιρετισμούς

δεν μοιράζομαι  
το σάλιο
που πέρασα πάνω από το σώμα της
σιωπής
τις στιγμές
που γίναμε  ένα


δεν σε μοιράζομαι
κι ας γνωρίζω ότι αγάπησα ένα
σύννεφο
με παντελόνια


σύννεφο με παντελόνια Β. Μαγακόφσκυ  

Μαρία Πανούτσου. Από την συλλογή ‘ Εξαιρετικά Αφιερωμένα’
*σύννεφο με παντελόνια Β. Μαγακόφσκυ
Feb 2019 · 239
Χωρίς ποίηση
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
Χωρίς ποίηση

το να ζεις και μόνο είναι ένας δρόμος

δαφνοστολισμένος

δρόμος να περπατήσεις πάνω του

ξεστομίζοντας λόγια απλά σταράτα λόγια,

σε γλώσσα λουσμένη στην υγρασία της καρδιάς



τον άγνωστο πόνο σκέπτομαι καμία φορά

μήπως έρθει κάποια στιγμή και δειλιάσω για λίγο

μετά σκέφτομαι έχει όρια, διάρκεια κι αυτός

και ησυχάζω.


Ν' αναμετρηθώ με ό τι με περιμένει

να φανώ αντάξια της τιμής που θα μου κάνουν

χαρές και οδύνες.


Παίζοντας την δυνατή,

προσδοκώ να δυναμώσω

κάθε ίνα της ύπαρξης μου

για σένα για μένα φίλε που με συνοδεύεις,

ναι θέλω να είσαι υπερήφανος για μένα.




Μαρία Πανούτσου
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
Στον  Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ
18/01/2019


Η πλατεία

α.

η πλατεία  δεν ήταν πια η ίδια
ο κύκλος  εχάθη
ούτε ένα πράσινο φύλλο
ένα ποτάμι από τσιμέντο
χύνεται βαθειά μέσα στα σώματα
κανείς πια δεν ακούει
τις καρδιές που χτυπούν
ένας σκύλος περιδιαβάζει την πλατεία
λίγο πριν το χάραμα
μυρίζει ανθρώπους
αλλά δεν τους βλέπει

από εκεί ψηλά  ένα τελευταίο
αστέρι χαιρετά τον ήλιο
κανένα βλέμμα προς τα  εκεί

μια φιγούρα ανέλπιστη σέρνεται
κοντά σε ένα κτίριο ερειπωμένο
που θυμίζει το  έτος 1967
ήμουν λέει  ένα μωρό και μεγάλωνα

τα ρούχα μύριζαν απλυσιά ημερών
τα τραπεζάκια ζητούσαν οβολό
περνούσα  με κλειστά μάτια
ονειρευόμουν ένα μέλλον
που έχει ήδη περάσει

β.

Το τελευταίο Χιόνι


Δεν είπε τίποτα/
ξάπλωσε στο κράσπεδο μια νύχτα/ με ανοιχτά τα μάτια/

κοιτούσε τον ουρανό/ καθώς έπεφτε το χιόνι αργά/

την σκέπαζε  ασίγαστα/

πρόλαβε να κρυώσει τόσο/ που βόγκαγε  στον  πόνο/
πρόφτασε να θυμηθεί/
τον έρωτα /
όταν η καρδιά της σπαρτάρησε /
άφησε έναν ήχο/
ίσο μ έναν ήχο βιολιού/

είχε ήδη απομακρυνθεί για το μεγάλο ταξίδι/
το σύμπαν/ το σύμπαν/

και κοιτούσε από μακριά  /

την άδεια παγωμένη πλατεία /
κι εκεί ένας όγκος μικρός/
φαινόταν/   σαν ένας τάφος μωρού/
στο κέντρο της πλατείας /
και τότε ένοιωσε/ τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς της /
ν’ ανήκει πια  άλλου/

η  θύμηση του κορμιού του/
την γλύκανε για λίγο/
πριν ο εγκέφαλος της/ πετάξει και αυτός/ για άλλα μέρη

έμεινε παγωμένη κάτω / στο άπατο το  χιόνι
τα χείλη μαβιά/

την άλλη μέρα την βρήκαν να λάμπει  η ασπράδα της/
πιο άσπρη /και από ένα ποτήρι  γάλα/

στο χέρι της είχε σφίξει ένα  κομμάτι χαρτί /
που δεν μπορούσαν να το τραβήξουν /
θα σχιζόταν  έτσι μικρό που ήταν /

το άφησαν  εκεί/

την ακολούθησε το χαρτί αυτό /στο τάφο της/

κανείς δεν ήξερε /γιατί το κράτησε στην χούφτα της/
εκείνες τις τελευταίες  ώρες/
Μαρια Πανούτσου για τον  Βλαντιμίρ Μαγιακοφσκυ
16/01/2019
Feb 2019 · 200
Untitled
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
ξύπνησα με σένα δίπλα
δεν λέγεται τι ανεμίζει
μέσα στο κεφάλι μου

τα μαλλιά σου
χαυνώνουν τα όνειρα μου
και γνώρισα και το λαιμό σου χθες
καθώς  το χέρι μου περι-διαβαίνει το
σώμα σου
στάθηκε εκεί
παράξενο συναίσθημα γέννησε

είσαι ο άνδρας και εγώ η γυναίκα
αυτό ξερό και η κάθε στιγμή
αυτό  φωνάζει

είσαι  ένα κείμενο ζωής

μιλάει την ιστορία σου
με πονάει που την διαβάζω
και με ζεσταίνει η σκέψη
ότι έχω το δικαίωμα αυτό


κοιτώ  τον δρόμο που  δείχνει  
τις πατημασιές σου καθώς έρχεσαι

έρχεσαι και  έρχεσαι  σε χρόνο
παρατεταμένο
να με βρεις
τι και αν αμφιβάλλω

πως να μην

η ζωή είσαι εσύ
και η ζωή είναι απρόβλεπτη

έτσι και εσύ  
απρόβλεπτα
μέχρι να ζήσουμε το όνειρο μας



κοίταξε τώρα εκείνες τις μέρες  
σε μια μικρή   όαση
από το τίποτα  με βρήκες

εξιστορώ  την αγάπη μας

κι όμως   μέσα μου έχω όλη την ανθρωπότητα
να με πνίγει
και άλλοτε να με συγκινεί
άλλοτε να αγαπώ  ό τι υπάρξει
και ο τι δε υπάρχει

δεν θέλω την λοξότητα
που ξεκινά με σένα
και με μια δύναμη πως να την ονομάσω
δεν στο κρύβω
πως αγνοώ  τα βήματα
από εδώ και πέρα
Maria Panoutsou
Jan 2019 · 308
Ο κρυφός Γάμος
MARIA PANOUTSOU Jan 2019
Ο κρυφός Γάμος
ή
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΣΚΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΘΑΜΝΟ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΚΟ ΟΝΟΜΑ
CARYOPTERIS INCANA ‘JASON’ SUNSHINE BLUE

UNDER A BUSH, A BUSS IS GIVEN

καθώς αναλογίζομαι την παντοδυναμία του χρόνου
η καρδιά περπατά έξω από μένα
σε γυρεύω πως όχι
αφού εσύ μ’ αγκαλιάζεις και εσύ με φιλάς

ο καιρός των τσιγγάνων πέρασε άδοξα
ας μην περιμένουνε κάτι από αυτό που έφυγε
μόνο έλα να ζήσουμε μαζί έτσι απλά μαζί
το τριφύλλι ποια εποχή φανερώνεται;
εμένα πως με ονόμασες μέσα σου;
τι είπες κρυφά τις νύχτες που όμοια τρελός
γράφεις ένα ποίημα σάβανο και ύμνο μαζί;

Να δεχτούμε την ασύλληπτη βεβαιότητα των ανθρώπων ;
Πως όλα περνούν, όλα μάταια, όλα έχουν ένα τέλος;
Τι φρίκη αυτή η μονοτονία των απόψεων.
Εσύ εδώ μαζί μου, την ζωή ενός σύννεφου
εσύ εδώ με μένα για την αρχή των πάντων
πώς ένα πουλί πληγωμένο
εσύ εδώ με μένα, ξεριζώνουμε ότι βλαβερό
το άπειρο, τον ίδιο τον θεό,
μέσα απ’ τα κορμιά μας
κάθε σπασμός ένα αντίο ανεπιθύμητο
γι αυτό ας πλαγιάσουμε
όπως ειρηνικά κάθε πουλί
στα κλαδιά των δένδρων,
έτσι τρυφερά και αθώα
κουλουριάζεται

ο κόσμος γυροφέρνει ένα χρόνο
μειωμένο από τις μνήμες μια καταστροφής
ο κόσμος ανοίγεται μπροστά μας με πένθος
της χαράς οι στιγμές/ ίδιος ήλιος σε λαμπερό
ουρανό αρπάζουν ό τι σκοτεινό/
και το τυλίγουνε σε ένα ξεχασμένο έγγραφο
ας ενωθούμε μέχρι να περάσουμε
μαζί, στην άλλη όχθη
σ’ αυτή που την λένε αθανασία
αφού με την καρδιά μας γράφουμε τους όρους
ποτέ χωρίς εσύ και εγώ
κάθε στιγμή που είσαι μακριά μου
λέω, ανάθεμα στους μύθους του κόσμου που λατρέψαμε
και αφήσαμε ανοχύρωτη την δική μας πόλη
το σώμα σου σε μένα άφησέ λοιπόν
νεκρό ή ζωντανό
και την ψυχή σου εδώ την έχω κρατημένη

Οι λέξεις που ειπώθηκαν σε όλους του αιώνες
δεν φτάνουν να λιγοστέψουν την πείνα μου
για τον βηματισμό των πελμάτων
σου δίπλα στα δικά μου

…………..ποια ευχή και ποια κατάρα μας συνοδεύει

Εσύ είσαι ένα πουλί, που πάτησε
στην παλάμη μου
ένα χάραμα δροσερό μιας μέρας,
δεν θυμάμαι την εποχή
-τι σημασία έχει-
στάθηκε και κοίταξε την μορφή μου
με την λοξή του
την ματιά
τσίμπησε για λίγο
το ζεστό δέρμα της παλάμης
αφήνοντας ένα φτεράκι γκρι
ένα ανύπαρκτο σημάδι
και ένα φευγαλέο βλέμμα.

Ένα χαρτί λευκό λίγο τσαλακωμένο,
Η πέννα και η μυρωδιά από το μελάνι
Και αρχίζω να σχηματοποιώ τα γράμματα
Γεμίζω το χαρτί και μια χαρά ξεχύνεται
Τα λόγια σου έχουν
Την ίδια δύναμη
Με τις πράξεις τις ιερές του κορμιού σου

Μαρία Πανούτσου

2018 Αθήνα

Σε εξέλιξη. Ανήκει στην συλλογή ερωτική ποίηση.
MARIA PANOUTSOU Jan 2019
Τα του σύμπαντος είναι όλα μια σημαία άσπρη

Ο Θεός

Η αγκαλιά μου ανοίγει σαν ένας πάνλαμπρος κάμπος,
εκεί διακλαδίζεται σαν ένα χταπόδι τεράστιο ένα δένδρο
με τις γειτονικές του ρίζες να αγγίζει ένα ποτάμι θωλουρό

η αγκαλιά μιλάει για τους ανθρώπους
το δένδρο για την γη
και το ποτάμι για την ιστορία

οι ρίζες χάνονται μέσα στου χώματος την υγρασία
και εκεί που σμίγουν πλάσματα χωρίς όνομα

εκεί ο θεός κρυμμένος ξεκουράζεται

Μαρία Πανούτσου
MARIA PANOUTSOU Jan 2019
ΧΩΡΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

μια καθαρή γραμμή στον ορίζοντα μου φτάνει

ένα φουστάνι άσπρο για την περίπτωση

και ένα καπέλο του Ρομπέν των Δασών

οι δρόμοι αυτού του τόπου είναι λίγοι και

μετρημένοι μην προσπερνάτε

τα κιτάπια της ψυχής πλούσια

γεμάτα με στίχους μυστικούς

εκεί και οι θυσίες

εκεί και οι λατρείες

εκεί τα όχι και τα ναι

εκεί που ανθούν μόνο γεράνια και μυρώνια της

Αφροδίτης φορεσιά

μ.π
28/11/18
MARIA PANOUTSOU Jan 2019
Είμαι ο απαγορευμένος καρπός

ερχόμουν και σε έβλεπα/ κοιμόσουν βαθειά/
δεν ήθελα να ξεβολέψω/το κορμάκι σου μαζεμένο
σε ένα σημείο ακραίο του κρεβατιού/ τα σεντόνια όχι κάτω από το σώμα σου/ αλλά γύρω / και ένα μαξιλάρι που δεν έμεινε στο κεφάλι σου ούτε στιγμή/
σ’ όλη την διάρκεια του ύπνου σου ερχόμουν και ξαναερχόμουν/ μήπως μπορέσω και φτιάξω το κρεβάτι καλύτερα/ αλλά  εσύ κοιμόσουν βαθειά /το άφησα έτσι/χθές ανακάλυψα και ένα σημάδι που μου ζωγράφισες με το στόμα σου / σαν βεντάλια/  λίγο κάτω από τον ομφαλό/ ένοιωσα εκείνη την νύχτα ένα λεπτό σαν κλωστή πόνο/ από τα δόντια σου στην σάρκα μου/ και δεν περίμενα πως θα άφηνε ένα σημάδι απλωμένο/ μια καρδία; με βεντάλια; δώσε εσύ το όνομα / θα μου  πεις γιατί παίρνω τον κόπο και τα γραφώ όλα αυτά/ γιατί όλα γίνονται / εργαλείο χαράς/ όταν γινόμαστε ένα  και το δέρμα μου χάνεται μέσα στο δικό σου/ είναι τόσο ξεκάθαρα όλα/ και το ξέρω/γιατί την ώρα που γίνονται όλα αυτά / είμαι  εκεί και μόνο εκεί/και εσύ/ τι άραγε  να νοιώθεις; πως είσαι μετά; αναγνωρίζεις κάτι από αυτά που σου γράφω; το σπίτι μου ταράχτηκε που ήρθες/  ένοιωσε απειλή για την ιερή μοναξιάς μας/  και μετά και μετά  και μετά /και μετά/  και τώρα σε θέλει πάλι/ να έρθεις ακούς;
Είμαι ο απαγορευμένος καρπός
Ο όμηρος των ασελγειών σου
μέσα μου ανθίζεις και γεννιέσαι
να λες καλημέρες και να χάνεσαι
κράτησε με, φύλαξε με
είμαι αυτό που παράγγειλες
The brain, the brain, my brain

MARIA PANOUTSOU
2019
Next page