το χέρι που ξέθαψε, κοχύλι μπηγμένο σε βράχο τραχύ
η φωνή που χρωμάτισε ένα εκκωφαντικό, τώρα
η μοναχή που έζησε σε θαλερά νωπά στρώματα,
εκείνο το ρυάκι, που βγάζει σε μια θάλασσα τόσο έρημη
ο ήλιος, που ανασαίνει κάθε δείλι
αυτό το πουλί που ζυγιάζεται στον ουρανό, πριν βγουν τ’ άστρα
Μαρία Πανούτσου (part of a poem about the, that, ici, et la,