Από το εκεί στο εδώ με μάτια ανοιχτά και δεν τυφλώθηκα τρύπωνε το φως πότε - πότε
Κοίταξα πρώτα τον γιατρό που με κοίταζε κοίταξα και την μάνα μου - ακόμη πονούσε -χαμογελαστή πονούσε-ανοιχτό το σώμα
Μετά έκλεισα τα μάτια να ξεκουραστώ το ταξίδι μεγάλο και οι πόνοι με χίλιους ήλιους σε νέο πλανήτη
Για μένα το νερό μοναστήρι πρώτο πιο σημαντικό κι’ απ’ το φως και ο αέρας ένα ποτάμι και αυτό
Ήθελα να γεννηθώ ανάποδα αλλά στο τέλος άλλαξα γνώμη και βγήκα με το κεφάλι ΄ φελούκα στον ουρανό
Μέσα στο σώμα της, σκοτάδι υγρασία και ένα κύμα ταλάντευσης κούνια και ύπνος βαθύς
Δεν ήθελα να ξεγελαστώ κάτι μου έλεγε ότι θα έχανα την επαφή μόλις αντίκριζα το φως από τί δεν ήξερα -σκεπτόμουν όμως λαγοκοιμόμουν αφουγκραζόμουν
Κράταγα τα σχοινιά του καραβιού
Κράτησε πολύ αυτό το ταξίδι αναρριχιόμουν συνεχώς καθώς γευόμουν την μυρωδιά της μάνας αλλά και την φωνή της που με πότιζε με ερωτήματα
Όλο αυτό είχε μια γλύκα ενοχλητική
Το φως αντίκρισα κουρασμένη και φωνή δεν είχα να κλάψω όμως έκλαψα στο τέλος για να ησυχάσουν οι άλλοι
Αυτό το χωρίς επιστροφή ταξίδι του ερχομού που φανερώθηκε κράτησε χρόνο πολύ
Στις χούφτες μου μηνύματα κρατούσα σφιχτά δώρα για βασιλείς και αρχόντους και στις κόρες των ματιών μου όλη η ζωή της ανθρωπότητας
Είμαι αδύναμη και ο ψυχισμός βουβός τις νύχτες με παρατάει και τρέχει σε μέρη άγνωστα κι’ αφιλόξενα γεμίζει τις φλέβες μου με δηλητήριο το αισθάνομαι καθώς όλο το σώμα σαν το υγρό που ξεχειλίζει κάποια στέρνα
Βρίσκομαι ακόμη σ’ εκείνο το ταξίδι η μήτρα γεννά και η μήτρα θάνατο σπέρνει άντε αδέλφια και εσύ θεέ ανοίχτε τις θάλασσες δεν έχουμε χρόνο πολύ ακόμη