όπως η μελάνη που στάζει σ’ ένα άσπρο χαρτί έτσι αγγίζω τις ριπές του δειλινού μιας μέρας
εκεί στη άκρη της γλώσσας, δες το σπυράκι στη άκρη της χούφτας, ένα λερωμένο μαργαριτάρι μ’ ένα ποταμό από φιλιά αρχίζει το όνομά σου ν’ αλλάζει να γίνεται ένα σφουγγάρι από μνήμες
σταλάζει η αγριάδα του κορμιού σου κι ‘εντοπίζω έναν χτύπο δικό μου στο σύμπαν
σε αποκαλώ, σε φωνάζω, αγέρα αναστημένο μήπως και βρω μια συγγένεια με την φύση
υπάρχει ένας τόπος αγρυπνίας με ανθρώπους εμένα μου φτάνει ο ύπνος της νύχτας κοντά σου