κοιτάζει από το ξέφωτο σκύβει /σκύβει/ σκύβει / ξεκάθαρα να δει μια μικρή πασχαλίτσα/ που ξεπροβάλει τολμηρά/ και περπατά αμέριμνα /στο δρόμο/ το κορίτσι με το μαύρο φουστάνι/ που ανεμίζει καθώς / το βάρος της γέρνει προς τα εμπρός/ κρατιέται όμως γερά κι' ισορροπεί τέλος βλέπει την πασχαλίτσα να πετά ψηλά / και μια φωνούλα δική της /δίνει κουράγιου/ τότε /το μαύρο φουστάνι πετά και αυτό/ συνεπαρμένο από το τόλμημα της πασχαλίτσας