το λεωφορείο ξεκινά ένα κάθισμα σε περιμένει μασουλάς ένα ψίχουλο αναβολή στην συνάντηση ίσιωσε τα σώμα πλησίασε αντέχεις αντέχεις θαύμα
πήδησε στο κρεβάτι το τοπίο κέρδισε ωραία κλείσε την πόρτα χαμήλωσε τα φώτα οι σκιές εκεί καθαρίζω νοσταλγώ αράχνη πηχτή φυρονεριά παντού
σε διαφορετικά σπίτια καλεσμένη ανεβαίνω κατεβαίνω τα σκαλιά δεν είναι όλα του κόσμου πιο δυνατά από μας
ονομάζομαι Διοτίμα, μια κατασκευή, κατοικώ στις παρυφής των πόλεων μελετώ τα χαμόγελα των ανθρώπων την γωνία του βλέμματος ξεγέννησα την γυναίκα της διπλανής πόρτας έσωσα ένα ερίφιο για σφαγή και είμαι εγώ που άνοιξα το κουτί της Πανδώρας ελευθέρωσα όλα τα του κόσμου αυτού ύψωσα την σημαία της ομοζυγίας και ανάθρεψα στο κόρφο μου φίδια και λύκους αγαπημένα ζωντανά με θώπευαν και αυτά
είμαι γένους ουδετέρου με ουρά και μια μικρή ελιά στο μέτωπο το μυαλό μου κατρακυλάει σε κάθε σημείο της γης και συνθέτει ανθρώπους της στιγμής που λιώνουν σαν παγωτό μήνα ζεστό Ιούλιο