έτσι θα βυθιστώ/ σε συλλογισμό /πριν ολόκορμη με πάρει/ η οργή/
που έρχεται από εκείνη την στιγμή/που ο ουρανός ήταν μαύρος/
λήθη μιας γαλάζιας επιφάνειας/
ας αλυχτήσω σαν τους λύκους των παιδικών μου φόβων/
οι τωρινοί εραστές των ονείρων μου/πόσο τους μοιάζουν/
αχ αϊτέ/ με άφησες σε μια ανυχτωσιά χωρίς απάγκιο /
κάτι σαν ένα δένδρο ξεριζωμένο και πεταμένο στο πλάι/
έτοιμο για κοπή για λεηλασία/
λιποθύμησα στα χέρια σου θάνατε θυμήσου/
και εσύ/ Αυτός ο Μέγας/ όπως σε ονομάζω/
με άγγιξες απαλά στο μάγουλο και ψιθύρισες
με την μοναδική φωνή σου/
ερασιθάνατη εσύ/ μη αμφιταλαντεύεσαι/
και τότε με άφησες να πέσω στο χώμα/ μ’ ένα γδούπο/
σ ‘ ένα χώμα καφέ πιτσιλισμένο με σπόρους/
που τρέφουν ζώα κι' ανθρώπους/
με κρατούσες με μάτια κλειστά χωρίς βία/
μα με μια μελωδία/ αχόρταγη απ’ την καρδιά σου/
πιέζοντας τις αρτηρίες/ και γλίτωσα/
εκεί με άφησες απαλά με ένα σημείωμα/
γραμμένο από το αίμα σου /που μύριζε σκουριά και λιβάνι
και αναρωτήθηκα μα είναι ζωντανός ο θάνατος/
έχει καρδιά έχει και φλέβες σαν τις δικές μου/
καθώς διάβαζα με δυσκολία το γραμμένο στίχο/
μιας μοναχικής καρδιάς που λιποψυχά σε κάθε απώλεια/
και θυμάται τότε που ήταν ένας άγγελος/
και πετούσε πάνω από βουνά και θάλασσες /
πάνω από λίμνες και πεδιάδες/
και από το στόμα του έβγαιναν μόνο νότες/
ήχοι από ένα κόσμο που μόλις είχε γεννηθεί/
και με ρωτούσε αν ήθελα να ακολουθήσω/
να γίνω και εγώ θάνατος/ να παίρνω ψυχές/
συνέχιζε στο γράμμα/
να λέει τι με περιμένει από τότε που γεννήθηκα/
με βάφτισαν μόλις γεννήθηκα/
γιατί κάτι έδειχνε πως πέθαινα από κάτι ξαφνικό/
και πάλι στα 13 μου χρόνια όταν μια μέρα με πυρετό
και ενώ κοντά μου ήταν οι γονείς/
τους κοιτούσα και ένοιωθα στο στόμα μου χώμα / χώμα σας λέω
χωμάτινο χώμα/ και μόνο χώμα/
ξερό και πικραμένο και ξεροκατάπινα χωρίς να καταλαβαίνω/
τότε πάλι με θέλησε κοντά του/ αυτός ο μέγας/
διάβαζα το γράμμα και δεν ήξερα πιο πολλά από πριν
μόνο έτρεξα να μιλήσω σ έναν άνθρωπο σε οποιονδήποτε σε έναν άνθρωπο
ακόμη με ανάσα/ εκπνοή και εισπνοή στα πλευρά του/
να πω κάτι απλό όπως καλή μέρα σας/ τι κάνετε/ ο καιρός είναι καλός σήμερα/ αλλά είπανε πως αύριο θα ψυχράνει/ θέλετε να καθίσουμε να πιούμε κάτι να πούμε κάτι/και ονειρευόμουν την στιγμή αυτής της απλής επαφής/ το έσω μου μίλησε και είπε/ και με ρώτησε για τα πουλιά/ τα νησιά/ τις πόλεις και τα ακρωτήρια/ τις λεμονιές και τα μπαλκόνια/ τους λόφους και τις ακρογιαλιές/ τα σιντριβάνια τα τριχωτά στήθια/ τα υγρά χείλη/ τα μαλλιά στον άνεμο/
ημέρεψα με τόσες ερωτήσεις/ και άρχισα να τις μετρώ /ένα εκατομμύριο και ένα/ και δυο/ και τρία και/ τέσσερα και πέντε/ και έξι και επτά/
και τότε σταμάτησα και σκέφτηκα τα κομμάτια μάρμαρο που είχα μαζέψει από την λόφο της Ακρόπολης /κάποιο καλοκαίρι
που είχα ξεχάσει ότι μια μέρα θα πρέπει να επιστρέψω/εκεί από όπου είχα έρθει / τότε ακόμη δεν τον γνώριζα Αυτόν τον Μέγα / και δεν ήξερα την δύναμη του αλλά ούτε και την δική μου/ δεν ήξερα πόσο δεμένη ήμουν με όλα όσα άρχισαν να με ακουμπούν / το μυαλό / την καρδία/ και το κορμί/
πόσο τα μάζευα με στοργή /εγώ η άλλη /αυτή / που τώρα μόλις αρχίζω να ακροαγγίζω/ με πίστη και πάθος/ και εσύ Ω! Μέγα κόψε με κομμάτια/ σάρκινη παντιέρα στις Κυκλάδες το κορμί μου/
μην μου κόψεις τις ρίζες μόνο/
αυτές που ρίζωσαν μέσα μου από την ιστορία της μάνας και του πατέρα/
από τους μύθους της οικογένειας/
από τους μύθους αυτού του τόπου-
μια στάλα γη είναι η γης μου –
μην μου την πατάτε –
αφήστε τις μνήμες να είναι η καταγωγή αυτής της θαλασσόπυκνης εστίας/
να είναι η παραγωγή των αιώνων/
μην την αφήσετε να την πνίξει ο όλεθρος/
διαβολικά μυαλά του ανθρώπου εσείς/ altermioego/
εσύ Μεγάλε δικέ μου φίλε / Αυτός/ όπως σε ονομάζω/
που με την σύλληψη μου ήσουν εκεί να φέγγεις την δημιουργία των κυττάρων μου/
σε ένα ανυποψίαστο θαύμα να χαμογελάς με νόημα/ αγαπημένε φίλε σύντροφε/
γύρισε πίσω την ιστορία για μένα μόνο /Δωροθέα ονόμασε με και πάρε με μετά/μόνο τις ρίζες φύλαξε αυτού του τόπου /του τόπου μου/ δεν έχω να σου προσφέρω αντίδοτο στον δικό σου πόνο/ που αρχίζω να τον αισθάνομαι/ πάρε ένα κομμάτι μάρμαρο που μάζεψα μηχανικά κάποιο ζεστό μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη/ξεδίψασε μ’ αυτό/
ή με/ το θανατερό υγρό/ αυτό που χύνεις σταλαγματιά σταλαγματιά/τον πόθο για φευγιό /στα μάτια των έτοιμων από καιρό/ και μένα/ σύρε με μέχρι το τέλος με το ήχο από τους θρήνους των κατατρεγμένων/ και το τραγούδι των παιδιών/ όταν πλατσουρίζουν σε νερά μαγικά/ και φαντάζονται την ζωή να κυλά με χορούς και φτερωτά γεμάτα χρώματα
εμένα περίμενες να σου πω / πώς να φευγατίζεις τους ανθρώπους; / αχ!εσύ /αγαπημένε/ δεν έχειςμάθει τίποτα από τόσους θανάτους/ μου βούλωσες το στόμα από την αλήθεια/ με ξένεψες από την αγάπη/ αρχίζω και σε καταλαβαίνω/ καταλαβαίνω τι θέλεις να μου πεις/ καταλαβαίνω/ τις λίγες φευγαλέες στιγμές/ που ήσουν ηρωικά επίγειος και όλα ξεκινούσαν από το μηδέν/θα σου αφιερώσω ότι αφιέρωσα στην ζωή / το ίδιο και σε σένα/μια αγκαλιά/
χωρίς καν λογισμό/ εκεί που όλα ετοιμάζονται να ρίψουν τις κραυγές τους/
ιαχή μια παροδικής ευτυχίας/
να που προβάλει ανίκητος ο έξω από δω/
με την παρέα του/ας γίνουν όλα όπως πρέπει να γίνουν/
αφού μόνο να βλέπουμε έχει μείνει/
χωρίς να καταλαβαίνουμε/
σταματάτε να μιλάτε/ δεν υπάρχει φωνή μέσα σας/
ακούστε τον άνεμο/πως πιέζει το σώμα μας/
πως αφήνει επάνω μας γραμμές /μικρές ιστορίες/
δεν κουράστηκες καλέ μου να με προσέχεις/
αφού μόνο εσύ μπορείς να κόψεις την ανάσα μου/
κομμάτια μιας νυχτιάς με το σούρουπο να γέρνει
από το τελευταίο μου βλέμμα/ μια μικρή αστραπή/
θα σε ονομάσω τέλος με το όνομα σου
θα σε αποκαλύψω όπως εσύ αποκαλύπτεις/
όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου
που λιγότερο ή περισσότερο/ σε θέλησαν
σαν ένα φτερό που ταλαντεύεται και κερδίζει το βλέμμα/
σε αγάπησαν τότε μπορούν να σε φωνάζουν με το όνομά σου