Submit your work, meet writers and drop the ads. Become a member
Dec 2018
Αυτός ο μέγας /

στον ίσκιο  των αγαλμάτων μαζί μου /

τον έπεισα/

και δάκρυσε /

έστω και μια φορά/

-

Της αποδοχής το άσμα

La mort est la fin

d'un amour profond



Ίσκιους/  ω….  εσείς/

επισκέπτες της νύχτας/στις μνήμες των ανθρώπων/

μέρα/τους αποδιώχνομε το χέρι/

σούρουπο/με  το δόρυ της μιας όλβιας χώρας/

ψηλαφώ τα μελλούμενα /κοιτώντας τα χέρια μου/

φλέβες /που τελευταία  διογκώνονται/

ως νεοσσοί υγρών βουνών/



πίσω στα πεπραγμένα

ω..  τα πεπραγμένα

με σκεπτικισμό

και γοερούς παλμούς/

γυρνώ  στην  νοσταλγία /

για κάτι  απροσδιόριστο/



μια καρδιά που είναι να σπάσει/

ας σπάσει  στο στέρνο σου/

ω… μέγα/

κοιτώ γύρω για ρίζες/

ψάχνω να βρω/

τις λέξεις/

λέξεις  καρφιά/

ματιά / ματιά / που διαπερνά

και στρώνει την υποταγή/

σαν ένα πέπλο

από ψιθύρους  γοερούς/



θα βυθίσω στο χώμα/

νύχια και γλώσσα/

αφήνοντας  οσμή  να με διαχέει/

σιωπηλά στην αιωνιότητα/



ένας άλλος  Οδυσσέας/ που η μνήμη του/ ταξιδεύει

μέχρι εκεί που δεν φτάνει ζωντανή κόρη ματιού/



έτσι  θα βυθιστώ/ σε συλλογισμό /πριν ολόκορμη με πάρει/ η οργή/



που έρχεται από  εκείνη την στιγμή/που ο ουρανός ήταν μαύρος/

λήθη μιας γαλάζιας  επιφάνειας/



ας αλυχτήσω σαν τους λύκους των παιδικών μου φόβων/



οι τωρινοί  εραστές των ονείρων μου/πόσο  τους μοιάζουν/



αχ αϊτέ/  με άφησες  σε μια ανυχτωσιά  χωρίς απάγκιο /

κάτι σαν ένα  δένδρο ξεριζωμένο  και πεταμένο  στο πλάι/

έτοιμο για κοπή για λεηλασία/



λιποθύμησα στα χέρια σου θάνατε  θυμήσου/

και εσύ/ Αυτός  ο Μέγας/ όπως σε ονομάζω/

με άγγιξες απαλά στο μάγουλο και ψιθύρισες

με την μοναδική φωνή σου/

ερασιθάνατη εσύ/ μη αμφιταλαντεύεσαι/



και τότε με άφησες να πέσω  στο χώμα/ μ’ ένα γδούπο/

σ ‘ ένα χώμα  καφέ πιτσιλισμένο  με σπόρους/

που τρέφουν  ζώα κι' ανθρώπους/

με κρατούσες με  μάτια  κλειστά χωρίς βία/

μα με  μια μελωδία/  αχόρταγη απ’ την καρδιά σου/

πιέζοντας τις αρτηρίες/ και γλίτωσα/



εκεί με άφησες  απαλά  με ένα σημείωμα/

γραμμένο από το αίμα σου /που μύριζε σκουριά και λιβάνι

και αναρωτήθηκα μα  είναι ζωντανός ο θάνατος/

έχει καρδιά έχει  και φλέβες σαν τις δικές μου/



καθώς διάβαζα με δυσκολία  το γραμμένο στίχο/

μιας μοναχικής καρδιάς που λιποψυχά  σε κάθε απώλεια/

και θυμάται τότε που ήταν ένας άγγελος/



και πετούσε πάνω από βουνά και θάλασσες /



πάνω από λίμνες και  πεδιάδες/

και από το στόμα του  έβγαιναν μόνο  νότες/

ήχοι από  ένα κόσμο που μόλις  είχε γεννηθεί/

και με ρωτούσε αν ήθελα να ακολουθήσω/

να γίνω και εγώ θάνατος/  να  παίρνω ψυχές/



συνέχιζε στο γράμμα/

να  λέει τι με περιμένει  από τότε που γεννήθηκα/

με βάφτισαν μόλις γεννήθηκα/

γιατί  κάτι έδειχνε πως πέθαινα  από κάτι ξαφνικό/

και πάλι στα 13 μου χρόνια όταν μια μέρα με πυρετό

και ενώ κοντά μου ήταν οι γονείς/

τους κοιτούσα και ένοιωθα στο στόμα μου χώμα / χώμα σας λέω

χωμάτινο  χώμα/ και μόνο χώμα/

ξερό και πικραμένο και ξεροκατάπινα χωρίς να καταλαβαίνω/

τότε πάλι  με θέλησε κοντά του/ αυτός ο μέγας/

διάβαζα το γράμμα και δεν ήξερα πιο πολλά από πριν

μόνο έτρεξα να μιλήσω  σ έναν άνθρωπο σε οποιονδήποτε σε έναν άνθρωπο

ακόμη   με ανάσα/ εκπνοή  και εισπνοή  στα πλευρά του/



να πω  κάτι  απλό όπως καλή μέρα σας/  τι κάνετε/ ο καιρός είναι καλός σήμερα/ αλλά είπανε πως αύριο θα ψυχράνει/  θέλετε να καθίσουμε να πιούμε κάτι  να πούμε κάτι/και  ονειρευόμουν την στιγμή αυτής της απλής  επαφής/ το έσω μου μίλησε και είπε/ και με ρώτησε για τα πουλιά/ τα νησιά/ τις πόλεις και τα ακρωτήρια/ τις λεμονιές και τα μπαλκόνια/ τους λόφους  και τις  ακρογιαλιές/ τα σιντριβάνια  τα τριχωτά στήθια/ τα υγρά  χείλη/ τα μαλλιά στον άνεμο/



ημέρεψα με τόσες ερωτήσεις/ και άρχισα να  τις μετρώ /ένα εκατομμύριο  και ένα/ και δυο/ και τρία και/ τέσσερα και πέντε/ και έξι και επτά/

και τότε σταμάτησα και σκέφτηκα  τα  κομμάτια μάρμαρο που είχα μαζέψει από την λόφο  της Ακρόπολης  /κάποιο καλοκαίρι

που είχα ξεχάσει ότι μια μέρα θα  πρέπει να επιστρέψω/εκεί από όπου είχα έρθει / τότε ακόμη δεν τον γνώριζα Αυτόν τον Μέγα / και  δεν ήξερα την δύναμη του  αλλά ούτε και την δική μου/ δεν ήξερα πόσο δεμένη ήμουν με όλα όσα  άρχισαν να με  ακουμπούν  /  το μυαλό / την  καρδία/ και  το κορμί/

πόσο τα μάζευα με στοργή /εγώ  η άλλη  /αυτή / που τώρα μόλις αρχίζω να  ακροαγγίζω/  με  πίστη και  πάθος/ και εσύ   Ω! Μέγα κόψε με κομμάτια/  σάρκινη παντιέρα στις Κυκλάδες  το κορμί μου/



μην μου κόψεις τις ρίζες μόνο/

αυτές που   ρίζωσαν μέσα μου  από την ιστορία της μάνας  και του πατέρα/

από τους μύθους της οικογένειας/

από τους μύθους αυτού του τόπου-

μια στάλα γη  είναι η γης μου –

μην μου την πατάτε –

αφήστε  τις μνήμες να είναι η καταγωγή αυτής της θαλασσόπυκνης   εστίας/

να είναι  η παραγωγή των αιώνων/

μην  την αφήσετε να την πνίξει ο όλεθρος/

διαβολικά μυαλά  του ανθρώπου  εσείς/ altermioego/



εσύ  Μεγάλε δικέ μου φίλε / Αυτός/ όπως   σε ονομάζω/

που με την σύλληψη μου  ήσουν εκεί  να φέγγεις την δημιουργία των κυττάρων μου/

σε ένα ανυποψίαστο θαύμα να χαμογελάς με νόημα/ αγαπημένε φίλε σύντροφε/



γύρισε πίσω την ιστορία για μένα μόνο /Δωροθέα ονόμασε με και  πάρε με μετά/μόνο τις ρίζες φύλαξε αυτού του τόπου  /του τόπου μου/ δεν έχω να σου προσφέρω  αντίδοτο στον δικό σου πόνο/ που αρχίζω να τον αισθάνομαι/   πάρε ένα  κομμάτι μάρμαρο που μάζεψα μηχανικά   κάποιο ζεστό μεσημέρι  στης Ακρόπολης   τα μέρη/ξεδίψασε  μ’ αυτό/





ή  με/ το  θανατερό   υγρό/  αυτό που χύνεις  σταλαγματιά σταλαγματιά/τον πόθο για φευγιό /στα μάτια των έτοιμων  από καιρό/ και μένα/ σύρε με μέχρι  το τέλος με το  ήχο από  τους θρήνους  των  κατατρεγμένων/ και το τραγούδι των παιδιών/ όταν  πλατσουρίζουν  σε νερά μαγικά/ και φαντάζονται την ζωή να κυλά με χορούς και φτερωτά γεμάτα  χρώματα

εμένα περίμενες να σου πω / πώς να φευγατίζεις τους ανθρώπους; / αχ!εσύ /αγαπημένε/ δεν  έχειςμάθει τίποτα από τόσους  θανάτους/ μου βούλωσες το στόμα από την αλήθεια/ με ξένεψες  από την αγάπη/ αρχίζω  και σε καταλαβαίνω/  καταλαβαίνω τι  θέλεις να μου πεις/ καταλαβαίνω/ τις λίγες φευγαλέες στιγμές/ που ήσουν ηρωικά  επίγειος και όλα  ξεκινούσαν από  το μηδέν/θα  σου αφιερώσω  ότι αφιέρωσα στην ζωή / το ίδιο και σε σένα/μια αγκαλιά/



χωρίς καν λογισμό/ εκεί  που όλα ετοιμάζονται να ρίψουν τις κραυγές τους/

ιαχή  μια παροδικής ευτυχίας/

να που  προβάλει ανίκητος ο έξω από δω/

με την παρέα του/ας γίνουν όλα όπως πρέπει να γίνουν/

αφού  μόνο να βλέπουμε έχει μείνει/

χωρίς να καταλαβαίνουμε/

σταματάτε  να μιλάτε/ δεν υπάρχει φωνή μέσα σας/

ακούστε  τον άνεμο/πως πιέζει  το σώμα μας/

πως  αφήνει   επάνω μας γραμμές /μικρές ιστορίες/



δεν κουράστηκες καλέ μου να με προσέχεις/

αφού μόνο εσύ μπορείς να κόψεις  την ανάσα μου/

κομμάτια   μιας νυχτιάς με το σούρουπο να γέρνει

από το τελευταίο μου βλέμμα/ μια μικρή αστραπή/



θα  σε ονομάσω  τέλος  με το όνομα σου

θα σε αποκαλύψω όπως εσύ αποκαλύπτεις/

όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου

που λιγότερο ή περισσότερο/ σε θέλησαν

σαν ένα φτερό που ταλαντεύεται και κερδίζει το βλέμμα/

σε αγάπησαν  τότε  μπορούν να   σε φωνάζουν με το όνομά σου

Ω!  Mέγα




Μαρία Πανούτσου
ο Άνθρωπος ενώπιον του Θανάτου (Αυτός ο Μέγας)
MARIA  PANOUTSOU
Written by
MARIA PANOUTSOU  ATHENS, KEA , LONDON
(ATHENS, KEA , LONDON)   
Please log in to view and add comments on poems