Ψαχουλεύω στις τσέπες του μυαλού μου/ περπατώ στο δωμάτιο αργά/
Σε φέρνω στολίδι σε δικό μου ζωγραφισμένο πίνακα/ και αναρωτιέμαι για την μορφή σου/
Έξω βοριάς/ μα να / ο αιώνιος Σίσυφος / κουβαλώντας τον σταυρό του/ μόλις γεννήθηκε
Σηκώνω τις λέξεις τις τραβώ απ’ το κορμί Σου/ καταπίνω τ’ όνομα Σου/ γεμίζουν τα σπλάχνα μου ευλογία/ Σε θέλω φίλο/
Ξεσκεπάζοντας βλέπω τα σημάδια Σου άπιστε Πέτρο/ αναποδογυρίζω εικόνες/ με τον Ρουμπλιόφ να κλαίει γοερά/
Τι μένει απ’ την γιορτή γέννησης/ παρά ένας καημός/ κι’ ένας λυγμός
Στην άκρη της πόλης/ πάνω σε πέτρα άβολη και κοφτερή/ Σε βλέπω/
Ένα παιδί που μόλις μεγάλωσε/ δηλώνει πίστη και λέει/ "Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών"
Έξω/ ωχρή συννεφιά/ Σε σκέπτομαι στο κρύο/ και παγώνω/ Σε αφήνω σκυφτό /και σκεφτικό/ Χριστέ μου
Γυρνώ το βλέμμα μέσα/ επιστρέφω στο χρέος / εγκαταλείπω το χάος/
Τιτίβισμα παιδιών με καλεί/ εξιστορώ τον ερχομό Σου/ Λιβάνι / Χρυσός και Σμύρνα/
Βάζω τα λόγια Σου στο στόμα μου και πάω/ σε μια καρδιά δική Σου/ και δική μου/