σε αναζητώ, όπως οι πιγκουίνοι το ταίρι τους ο ήλιος δεν βγήκε απόψε με τόση συννεφιά και τα λουλούδια ξέχασαν το άρωμά τους δεν πίστευα πως ήσουν πλάι μου καθώς μας έβλεπα μαζί στο τζάμι της βιτρίνας με κάνεις και χαμογελώ με νόημα ίσως και να γελώ ολόκληρη μέσα μου είσαι το βουνό που έρχεται σε μένα η θάλασσα που με επισκέπτεται νύχτα σε θυμάμαι για το τέλος, σε κρατώ για το αύριο είσαι το νήμα που ενώνει ζωή και θάνατο, το πεύκο που γνώρισα εγώ είσαι, το ξημέρωμα κάποιας μέρας, μιας χρονιάς είσαι αφουγκράζομαι τον άνθρωπο εκείνον που έφυγε χωρίς να ξέρει το γιατί πλησιάζω το άγνωστο και σε βρίσκω πλησιάζω το σίγουρο και σε βρίσκω
Υστερόγραφο. Χθες, σε ένα τοίχο στην στροφή του δρόμου,καθώς διάβαινα είδα την φωτογραφία σου, κολλημένη μισή ξεκολλημένη ν’ανεμίζει στον αέρα. Πλησίασα και είδα καλύτερα, δεν ήσουν εσύ - και βέβαια δεν ήσουν. Έχεις φύγει από καιρό, σε μέρη με μια κρύα και στυφή γεύση.