του τυφλού τα λόγια στρίψε και ας με φύγε και ξέχασε με τα πάντα εδώ γύρω το πεζοδρόμιο απ’ έξω ανάσκελα ο σκύλος το ντέφι γέρνει πίσω τα κουδούνια του θησείου σήκωσε το σεντόνι κρύψε ό τι είναι σκορπισμένο λάμπουν τα γράμματα τα μάτια άδεια ανατριχιάζει το κρύο πινελιές στο τζαμί το λεωφορείο ξεκινάει ένα κάθισμα σε περιμένει μασουλάς ένα ψίχουλο αναβολή στην συνάντηση ίσιωσε το σώμα, πλησίασε αντέχεις αντέχεις θαύμα πήδησε στο κρεβάτι το τοπίο κέρδισε άφησες την φωτογραφία ωραία, κλίσε την πόρτα χαμήλωσαν τα φώτα, σκιές εκεί καθαρίζω, καθαρίζω, νοσταλγώ, νοσταλγώ, αράχνη νύχτα σε διαφορετικά σπίτια καλεσμένη ανεβαίνω κατεβαίνω τα σκαλιά αγγίζω για λίγο και φεύγω τίποτα όπως όχθες δεν είναι όλα του κόσμου πιο δυνατά από μάς να πεθάνεις ενώ ο έρωτας σου ματώνει καρφωτά τα σπλάχνα ή γέροντας ανήμπορος;