Στο δρόμο που με πήρε μοναχή Δεν ξέρω πως αλήθεια Βρήκα μια νέα μέσα μου ψυχή κι όνειρα βρήκα πλήθια Μαρία Πολυδούρη
Στον Τάσο,
……oι απώλειες αποξενωμένες κι ένα κομμάτι της ζωής μου κρυμμένο συνεχίζει την άγνωστη πορεία του/ και σε μένα άγνωστη ειλικρινά/ γιατί δεν τα βάζω με το εαυτόν μου; να βρει τον μάστορα του τελικά/ και έτσι το άγνωστο να γίνει γνωστό κι πέρα από αυτό να προχωρήσω δεν θέλω να μείνω πίσω/ με αναπάντητα ερωτήματα αυτός πως έφτασε πιο γρήγορα από μένα/ να ξέρει άραγε γιατί τρέχει ; και εγώ που πάω; το τέλος/ κοινός τόπος όλων γιατί προσποιούμαι λοιπόν ότι πάω προς τα εκεί; ότι όλα εκεί οδεύουν;
κατευθύνομαι στο πρώτο μπαρ/ είναι πρωί οι δρόμοι γλιστεροί/ το μπαρ της γωνιάς τα χρώματα της στιγμής/ πράσινο, γκρι καφέ και μαύρο/ αλήθεια γιατί όλα τα καλά μπαρ είναι γωνιακά; μόλις έχει ανοίξει/ ένας νέος άνδρας με καλωσορίζει σιωπηλά η πόρτα μένει μισάνοιχτη και φέρνει τον τσουληστό ήχο το δρόμου ο νέος άνδρας κατευθύνεται προς το μπαρ με ένα πανί περνάει όλη την επιφάνεια του πάγκου που γυαλίζει έτσι και αλλιώς/ κάθομαι κοντά σ ένα παράθυρο, μονό κάθισμα μικρό τραπεζάκι/ ίσα ίσα με χωρά/ μου φέρνουν καφέ/ ένα κορίτσι ξανθό -τι πρωτότυπο - βάλανε κι’ ένα κομμάτι του ‘70 .. ο καφές αχνιστός και η κινήσεις του μπάρμαν σταθερές ρυθμικές/ αργές γενναιόδωρες καθώς ταχτοποιεί γύρω, με υπνωτίζουν έξω ψιχαλίζει και ο ουρανός ανοιχτόχρωμος γκρι / με ένα φως υπερβολικά ισχυρό κρυμμένος ο ήλιος κινείται κάτω από τα σύννεφα σαν να γλιστράει σε νερό με θέλει μαζί του - του λέω σταμάτα - δεν θέλω να πάω αλλού από εκεί που βρίσκομαι/
όμως οδεύω προς μια άλλη γραμμή/ με μια σημαία άγνωστη σε πολλούς λέγεται ..αφρονηνόηση.. και είναι μιας χώρας νέας/ μόλις δύο μηνών έτσι ξεκίνησαν όλα από μια μικρή οπή στον ουρανό/ τυχαία την εντόπισα