Submit your work, meet writers and drop the ads. Become a member
 
203 · Nov 2018
Η νύχτα
MARIA PANOUTSOU Nov 2018
Η νύχτα


όπως η μελάνη που στάζει σ’ ένα άσπρο χαρτί
έτσι  αγγίζω τις  ριπές του δειλινού μιας μέρας  
εκεί στη  άκρη της γλώσσας, δες το σπυράκι  
στη άκρη της  χούφτας,  ένα λερωμένο  μαργαριτάρι  
μ’ ένα ποταμό από φιλιά αρχίζει το όνομά σου
ν’ αλλάζει να γίνεται ένα  σφουγγάρι από  μνήμες
σταλάζει η αγριάδα του κορμιού σου
κι ‘εντοπίζω  έναν χτύπο  δικό μου στο σύμπαν
σε αποκαλώ, σε φωνάζω,  αγέρα  αναστημένο
μήπως και  βρω μια  συγγένεια με την φύση
υπάρχει ένας τόπος  αγρυπνίας  με ανθρώπους
εμένα μου φτάνει ο ύπνος   της νύχτας κοντά σου  
την νύχτα που μας σκεπάζει και μας  ενώνει

Μαρία Πανούτσου
Νοέμβριος  16 / 2018
198 · Aug 2020
I
MARIA PANOUTSOU Aug 2020
I
δικό μου είναι το πρόσωπο /

και ό,τι θέλω το κάνω /

το χθες και σήμερα δικό μου πάλι/

το όμορφο και το άσκημο εγώ ειμαι /

παρούσα ή απούσα /

σε κάθε τι υπάρχω /

κρατώ  ό,τι καλό

και με κρατά  και αυτό

χέρι με χέρι

ματιά με ματιά

και λόγος με λόγο
DEDICATED   TO  THODOROS BASSIAKOS  THE POET
197 · Nov 2021
I am Dorian Gray
MARIA PANOUTSOU Nov 2021
I   αm Dorian Gray  

                                            
                                              
“You will always be fond of me.
I represent to you all the sins you never
had the courage to commit.”
― Oscar Wilde,


Dedicated to  Θεόδωρος  Μπασιάκος



I am Dorian Gray, nothing can stop me
Until, one day,
I found my  love inside a box of chocolate
«Open the box» the box shouts to me.
I thought I was clever enough
and I laugh on him.
So the box opens  by  himself and
from inside, a prince appear.
«What can I do for you Dear prince»
I said.  
He replies with a joyful glance to me.
And then he touches my breast,
and I become red of shy.
I loved him at once.
And take his  hands.
We were happy but one night,
my love finds me dead under the bed.
And he took me out near the sea,
where he gave me  a one and two and three, times  
the kiss of life, and a cup of tea
I am Dorian Gray and no one will stop me.
Only  my love, who knows how to  kiss
and how to make the tea.
He is my man and I am Dorian Gray.

©Maria Panoutsou

Από  την συλλογή  ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ
196 · Oct 2019
Do not run it is useless
MARIA PANOUTSOU Oct 2019
Glory is just a name

Birth is not

Death is not







Metamorphosis to a pic,

late night  yesterday,

have been decided.




I was thinking of  the children

-miss them

missing, as a long happy breath.  



Imagine the moment of exodus

when words became difficult to collect them,

and a spirit without flame appears.



Serenity  around  the clouds,

today  with little drops of  rain

in my window.




Maria Panoutsou- English verses
2019
MARIA PANOUTSOU Aug 2018
Σπάσε την στάμνα


Έλα να σβήσουμε τα πρόσωπά μας/
και τα ονόματα  γραμμένα
μόνο στην άμμο/ δίπλα στην θάλασσα/

Άσε να ξεβραστούμε τυχαία
σε μια παραλία αυτού του κόσμου/
χωρίς ταυτότητα /με αμνησία στο κορμί/

Έλα και πλάγιασε δίπλα μου/ ξένος με ξένη/
αλλά με εκείνη την αγάπη  που ζήσαμε/
εκείνα τα δευτερόλεπτα/

Μην παρασύρεσαι / εκεί είμαι στην γωνία/
περιμένω με αγωνία /το απρόσωπο πρόσωπο/

Τον άνθρωπο χωρίς τα λόγια/
Τον άνδρα χωρίς τον σκοπό/

Μεγάλωσε  ο χρόνος/
και  κυλά ο ουρανός / στα όνειρα μου/

Με μια παντιέρα  ανεμίζω/  
και σημαδεύω  την άφιξη σου/

Δεν χάνεται η λέξη που ειπώθηκε/
σε μια στιγμή/
που το αίμα κυλούσε γοργά/

Μαρία Πανουτσου
24.06.2018
MARIA PANOUTSOU Nov 2018
Always  searching
   for the missing years



Καράβι στολισμένο  
ετοιμόρροπο/
στην άκρη θαλάσσιου ύδατος/
εξατμίζεται

Αστόλιστο  δένδρο  
γυροφέρνω/
με  στολή ναυαγού/
πριν κυλίσει αργά στο σκοτάδι

Γιρλάντες απωθώ/  
μ’ ενοχή τρανταχτή/    
δώρα χαρμόσυνα/  
ατμόσφαιρας  λειψής


Ψαχουλεύω  στις  τσέπες  
του μυαλού μου/
περπατώ  
στο δωμάτιο αργά/

Σε φέρνω στολίδι
σε  δικό μου ζωγραφισμένο πίνακα/
και  αναρωτιέμαι
για την μορφή σου/


Έξω βοριάς/
μα να / ο  αιώνιος  Σίσυφος /  
κουβαλώντας τον σταυρό του/
μόλις γεννήθηκε
  

Σηκώνω τις λέξεις  
τις τραβώ απ’ το κορμί Σου/
καταπίνω τ’ όνομα Σου/
γεμίζουν τα σπλάχνα  μου ευλογία/
Σε θέλω  φίλο/



Ξεσκεπάζοντας  
βλέπω τα σημάδια Σου
άπιστε Πέτρο/
αναποδογυρίζω  εικόνες/
με τον Ρουμπλιόφ
να κλαίει γοερά/

Τι μένει απ’ την γιορτή γέννησης/
παρά ένας καημός/  
κι’ ένας λυγμός

Στην  άκρη της πόλης/
πάνω σε πέτρα άβολη
και κοφτερή/
Σε βλέπω/
  

Ένα παιδί που μόλις  μεγάλωσε/
δηλώνει  πίστη και  λέει/
  "Άφετε τα παιδία
και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με,
των γαρ τοιούτων εστίν
η βασιλεία των ουρανών"


Έξω/ ωχρή συννεφιά/
Σε σκέπτομαι στο κρύο/
και παγώνω/
Σε  αφήνω σκυφτό /και  σκεφτικό/
Χριστέ μου


Γυρνώ το βλέμμα μέσα/  
επιστρέφω στο χρέος /
εγκαταλείπω το χάος/

Τιτίβισμα παιδιών με καλεί/
εξιστορώ τον ερχομό Σου/
Λιβάνι / Χρυσός  και Σμύρνα/


Βάζω τα λόγια Σου
στο στόμα μου και πάω/
σε μια καρδιά δική Σου/  
και δική μου/  

Ο κύκλος  ξεκινά και πάλι/
Είναι Χριστούγεννα
195 · Sep 2021
MEMOMOIRES - MEMORIES
MARIA PANOUTSOU Sep 2021
δεν υπάρχουν λέξεις  για  την μνήμη
υπάρχει μόνο ένα σώμα που θυμάται
σκάλες   ανεβαίνουμε
και  εκεί σταματάμε
δρόμοι που διασταυρώνονται
με ήχους
πίσω από πόρτες εικόνες τρυφερές
ό,τι κάναμε καλώς καμωμένο
και ο χρόνος περνά σαν ένα σύννεφο  
πάνω από τα σκυφτά κεφάλια μας
ορμή σε   ένα  μόνο  γράμμα
τόλμη μόνο σε ένα άνοιγμα ματιού.
Μαρία Κασσιανή  25/09/21
Maria Kassiani  Skoularikou - Panoutsou 25/09/21
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
Στον  Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ
18/01/2019


Η πλατεία

α.

η πλατεία  δεν ήταν πια η ίδια
ο κύκλος  εχάθη
ούτε ένα πράσινο φύλλο
ένα ποτάμι από τσιμέντο
χύνεται βαθειά μέσα στα σώματα
κανείς πια δεν ακούει
τις καρδιές που χτυπούν
ένας σκύλος περιδιαβάζει την πλατεία
λίγο πριν το χάραμα
μυρίζει ανθρώπους
αλλά δεν τους βλέπει

από εκεί ψηλά  ένα τελευταίο
αστέρι χαιρετά τον ήλιο
κανένα βλέμμα προς τα  εκεί

μια φιγούρα ανέλπιστη σέρνεται
κοντά σε ένα κτίριο ερειπωμένο
που θυμίζει το  έτος 1967
ήμουν λέει  ένα μωρό και μεγάλωνα

τα ρούχα μύριζαν απλυσιά ημερών
τα τραπεζάκια ζητούσαν οβολό
περνούσα  με κλειστά μάτια
ονειρευόμουν ένα μέλλον
που έχει ήδη περάσει

β.

Το τελευταίο Χιόνι


Δεν είπε τίποτα/
ξάπλωσε στο κράσπεδο μια νύχτα/ με ανοιχτά τα μάτια/

κοιτούσε τον ουρανό/ καθώς έπεφτε το χιόνι αργά/

την σκέπαζε  ασίγαστα/

πρόλαβε να κρυώσει τόσο/ που βόγκαγε  στον  πόνο/
πρόφτασε να θυμηθεί/
τον έρωτα /
όταν η καρδιά της σπαρτάρησε /
άφησε έναν ήχο/
ίσο μ έναν ήχο βιολιού/

είχε ήδη απομακρυνθεί για το μεγάλο ταξίδι/
το σύμπαν/ το σύμπαν/

και κοιτούσε από μακριά  /

την άδεια παγωμένη πλατεία /
κι εκεί ένας όγκος μικρός/
φαινόταν/   σαν ένας τάφος μωρού/
στο κέντρο της πλατείας /
και τότε ένοιωσε/ τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς της /
ν’ ανήκει πια  άλλου/

η  θύμηση του κορμιού του/
την γλύκανε για λίγο/
πριν ο εγκέφαλος της/ πετάξει και αυτός/ για άλλα μέρη

έμεινε παγωμένη κάτω / στο άπατο το  χιόνι
τα χείλη μαβιά/

την άλλη μέρα την βρήκαν να λάμπει  η ασπράδα της/
πιο άσπρη /και από ένα ποτήρι  γάλα/

στο χέρι της είχε σφίξει ένα  κομμάτι χαρτί /
που δεν μπορούσαν να το τραβήξουν /
θα σχιζόταν  έτσι μικρό που ήταν /

το άφησαν  εκεί/

την ακολούθησε το χαρτί αυτό /στο τάφο της/

κανείς δεν ήξερε /γιατί το κράτησε στην χούφτα της/
εκείνες τις τελευταίες  ώρες/
Μαρια Πανούτσου για τον  Βλαντιμίρ Μαγιακοφσκυ
16/01/2019
MARIA PANOUTSOU Nov 2018
Οι μονομάχοι και  η παλαίστρα

με το μυαλό σου είμαι ερωτευμένη και το σώμα ακολουθεί
ό τι και να κάνει το σώμα/υπερισχύει ο έρωτας του μυαλού και της ψυχής /

σαν ψάρι στα δίχτυα σου έχω πιαστεί/ και σπαρταρώ σε κάθε σου άγγιγμα /

σε θέλω και όταν δεν σε θέλω/
και όταν ο δρόμος ανοίγεται μπροστά μου /πιο αισιόδοξος/
πιο φωτεινός/ μακριά σου/

είμαι πιστή σε ό τι βαθειά μέσα σου ποθείς / από μένα

στο σπιτικό που κτίσαμε /σε αγαπώ και το τίμημα μεγάλο/


ονόμασε με  κυρά/  ονόμασε  νερό/  ονόμασε με  αέρα/ ονόμασε με τροφή/  μόνο έτσι θα  ησυχάσω λίγο/

και θα δέσω τα δυό  μου  χέρια/  όπως μαθήτρια  πάνω στο ξύλινο θρανίο /σκαλισμένο από τόσα παιδιά  με γράμματα/  σχήματα  /και ημερομηνίες…


μην με αφήσεις αν δεν είσαι σίγουρος/

αγαπάμε /μόνο αυτό να κάνεις/  τίποτα λιγότερο/

κοιμάμαι μαζί σου όπως ένας τζίτζικας τραγουδά για λίγο ένα τραγούδι το ίδιο μέρα με την μέρα/ ένα καλοκαίρι ζεστό που απλώνεται μέχρι το φθινόπωρο/ και αργοπεθαίνει με τα πρώτα κρύα

ότι έχεις μάθει για τον έρωτα /μέχρι  τώρα θα δεις πως είναι  άχρηστο/  
και μην περιμένεις καμιά βοήθεια/   μόνο τα σκοτάδια  θα σου ανοιχτούν σαν δυο παράθυρα προς  έμενα/


όπως…. Εγώ….. εχθές…. Βράδυ, νοιώθοντας τον καπνό σου… το σώμα σου… από το άλλο δωμάτιο/ τις μυρωδιές σου, τα του μυαλού σου τις αισθήσεις/σε ζητούσα ..

θέλω να έρχομαι σε σένα όταν κοιμάσαι/ και από σήμερα θα ριζώσω  στο κρεβάτι μας /

μέσα στην αδυναμία μου/ η δύναμη μου φτερουγίζει σαν μια γάτα πιότερο/ πάρα σαν ένα πουλί /

όλη την νύχτα χθες / σε περίμενα έσφιγγα τα μπούτια μου να σε κρατήσω αίλουρος μην είμαι ... σε ένοιωθα στην σπονδυλική μου στήλη,  όταν έχει οργασμό  και τρίβεται στο πάτωμα ανάσκελα/

σαν ένα ερωδιό λιγωμένο/ έκανα βήματα μέσα στο ύπνο μου προς σε σένα/

δεν λαχταρώ πιο πολύ και από τον αέρα  την κάθε τρίχα του κορμιού σου/

ας αλλάξουμε ταυτότητες/εσύ εγώ και εγώ εσύ/

αγαπάμε/ άκουσε  την καρδιά μου πως σε ζητά/

κάθε φορά που απομακρύνονται τα σύννεφα / λάμπεις σαν ένα αστέρι


η αγάπη μας έχει το χαρακτήρα ενός ονείρου
είναι ένα άπιαστο πουλί

μην φανταστείς ότι μπορούμε να του ξεφύγουμε εμείς….. εκείνο  ίσως  ναι


όλη σου την ενέργεια/   για μας  κράτα/

το εμάς είναι ένα τεράστιο χταπόδι από έννοιες όπως  ανθρώπου, ιδέες, αγάπες,  όνειρα, εμείς
όλα αυτά

ένας αγώνας είναι η αγάπη μας /με δυο πολεμιστές στην άρρενα

δυο μοναχούς/ εσύ και εγώ  και η αρένα το σώμα μας και η ψυχή μας/

μην αμφιβάλεις // μόνο  εναπόθεσε με  σε ένα τοπίο /που θα φτιάξεις για μένα μόνο



Μαρία  Πανούτσου Πρώτη  δημοσίευση   22/11 2018
22/11 /2018 Αθήνα Κυψέλη
193 · Sep 2020
Untitled
MARIA PANOUTSOU Sep 2020
Μια καθαρή γραμμή  στον ορίζοντα
μου φτάνει
κι' ένα  φουστάνι άσπρο
για την περίπτωση
και ένα καπέλο του  Ρουμπέν των Δασών.


Οι δρόμοι  αυτού  του τόπου  
είναι  λίγοι και μετρημένοι
μην προσπεράσετέ τους.

Δρόμοι της ψυχής
πλούσιοι γεμάτοι
με στίχους μυστικούς
εκεί και οι θυσίες
εκεί και  οι  λατρείες
εκεί  τα όχι και  τα ναι
εκεί
που  ανθίζουν μόνο γεράνια  
και μυρώνια.
193 · May 2018
Coccinella, mia amica
MARIA PANOUTSOU May 2018
Coccinella, mia amica


Κάποτε έσμιξαν για λίγες μέρες,
δυο πασχαλίτσες.

Τυχαία,
πάνω σε ένα ανθισμένο λουλούδι,
που μόλις είχε στεγνώσει τα πέταλά του,
απ’ την ανοιξιάτικη βροχούλα.

Αφέθηκαν εκεί.
Και έτσι πέρασαν στην αιωνιότητα.

Μαρία Πανούτσου
Ρεμβάζοντας
192 · Nov 2018
Πίνω
MARIA PANOUTSOU Nov 2018
Ό τι δεν καταλαβαίνω το ονομάζω  βρυκόλακα
Tου στοιβάζω όλες τις αμαρτίες του κόσμου
Μία χάρη και προτέρημα αφήνω  στην άκρη
Από τα μύρια που ξερνάνε έξω
Από το κουτί  της Πανδώρας
Οι άγγελοι και οι διάβολοι
Διαλέγω τα στηφά

Δεν με αγγίζει ό τι σου λέω
Μία βρικόλακας  και εγώ  
Πίνω το αίμα όσων με πλησιάζουν
Και τώρα θα σου πω την ιστορία μου
Μια ιστορία αιώνων- lost in space
Μια ιστορία  ανθρώπων- lost in paradise


μ.π
191 · Dec 2018
άμπωτις
MARIA PANOUTSOU Dec 2018
το λεωφορείο ξεκινά
ένα κάθισμα σε περιμένει
μασουλάς ένα ψίχουλο
αναβολή στην συνάντηση
ίσιωσε τα σώμα πλησίασε
αντέχεις αντέχεις
θαύμα

πήδησε στο κρεβάτι
το τοπίο κέρδισε
ωραία
κλείσε την πόρτα
χαμήλωσε τα φώτα
οι σκιές εκεί
καθαρίζω
νοσταλγώ
αράχνη πηχτή
φυρονεριά παντού

σε διαφορετικά
σπίτια καλεσμένη
ανεβαίνω κατεβαίνω
τα σκαλιά
δεν είναι όλα του κόσμου
πιο δυνατά
από μας

ονομάζομαι Διοτίμα, μια κατασκευή,
κατοικώ στις παρυφής των πόλεων
μελετώ τα χαμόγελα των ανθρώπων
την γωνία του βλέμματος
ξεγέννησα την γυναίκα της διπλανής πόρτας
έσωσα ένα ερίφιο για σφαγή
και είμαι εγώ που άνοιξα το κουτί της Πανδώρας
ελευθέρωσα όλα τα του κόσμου αυτού
ύψωσα την σημαία της ομοζυγίας
και ανάθρεψα στο κόρφο μου φίδια και λύκους
αγαπημένα ζωντανά με θώπευαν και αυτά

είμαι γένους ουδετέρου με ουρά
και μια μικρή ελιά στο μέτωπο
το μυαλό μου κατρακυλάει
σε κάθε σημείο της γης
και συνθέτει ανθρώπους της στιγμής
που λιώνουν σαν παγωτό μήνα ζεστό Ιούλιο

Μαρία Πανούτσου
16/12/18
all rights reserved
190 · Feb 2022
love songs
MARIA PANOUTSOU Feb 2022
Στον δρόμο  γυμνή
α
έλα κάτσε στην ποδιά μου
και  άφησε το  κεφάλι σου  
να λιώσει στην μυρωδιά του  κόρφου μου
β
θα πω  στο κουτί της Πανδώρας
να αφήσει την ευτυχία για σένα μόνο
να την κρεμάσει  στην μπλούζα σου
σε αυτήν /που  ηλεκτρίζει και ταρακουνάει  /
την ύπαρξη μου/  
ξεχασμένη από   τότε που θυμάμαι/
γ
σχίσε  την  σάρκα  μου / και  άφησε την /
να ντύσει τα   τοπία  της αγάπης μας
δ
τυλίγω  στα μαλλιά μου  
ό τι σου απόμεινε από τον έρωτα μας
και είμαι ακόμη ζωντανή αφού με άγγιξες
μια και δυο  και  τρεις
ε
δανείζω  την  λαχτάρα  μου σε όποια την θέλει
έχω περίσσια την δική σου
και  έναν υγρό πόθο στην κοιλιά μου  
ζ
έλα  σε περιμένω με τεταμένα τα χέρια
σε παραλληλότητα  όλο τρέμουλο
και πάτησε κάθε μου  ταραχή
©Μαρία Πανούτσου
Ενότητα  100 και ένα ερωτικά ποιήματα
Φεβρουάριος  2018
189 · Dec 2016
έ
MARIA PANOUTSOU Dec 2016
έ
Μια μπρίζα, στο άλλο δωμάτιο
λίγο πιο σκούρο άσπρο από το άσπρο
του τοίχου, κράτησε σε ευθεία
το βλέμμα μου χθες που καθισμένη
απέναντι, έξι μέτρα ήταν, όπλισε το ενδιαφέρον μου
όταν γύρω φαινόντουσαν όλα αρκετά δύσκολα,
για να τα φέρω στο τέλος.

Μαρία  Πανούτσου
Συλλογή, Περπατώντας στο  Δακτύλιο του Κρόνου
MARIA PANOUTSOU Sep 2020
ο έρωτας αγίζει και σταφανώνει τους  νέους
με δάκρυα και υποσχέσεις
με χαμόγελα και  τρυγμούς

οι μεγαλοι σε ηλικία έχουν τον έρωτα μέσα τους
ολοκληρωμένο και σε διάρκεια επιτέλους
δεν χρειάζονται το ζευγαρωμα
το μπέρδεμα  των σωμάτων
το αλάφιασμα της ψυχής
για να κρατήσουν την υγρασία στο κορμί    
το γερασμένο


όσο εκείνο μαραίνεται τόσο
ο έρωτας , ο μεγάλος έρωτας για τον κανένα
θερεύει
έτσι ελέυθεροι πια απο τα δεσμά του άλλου
μπορούν να χαρούν
την ύλη που επιστρεφει και  και κυκλους κάνει

αρματωμένοι με  τον λόγο που ειπώθηκε
σβύνουν και σβύνουν για να κρατήσουν ένα
- ένα και μόνο  το  απόλυτο τίποτα  


Μαρία Πανούτσου 2020
188 · Dec 2018
Αυτός ο Μέγας
MARIA PANOUTSOU Dec 2018
Αυτός ο μέγας /

στον ίσκιο  των αγαλμάτων μαζί μου /

τον έπεισα/

και δάκρυσε /

έστω και μια φορά/

-

Της αποδοχής το άσμα

La mort est la fin

d'un amour profond



Ίσκιους/  ω….  εσείς/

επισκέπτες της νύχτας/στις μνήμες των ανθρώπων/

μέρα/τους αποδιώχνομε το χέρι/

σούρουπο/με  το δόρυ της μιας όλβιας χώρας/

ψηλαφώ τα μελλούμενα /κοιτώντας τα χέρια μου/

φλέβες /που τελευταία  διογκώνονται/

ως νεοσσοί υγρών βουνών/



πίσω στα πεπραγμένα

ω..  τα πεπραγμένα

με σκεπτικισμό

και γοερούς παλμούς/

γυρνώ  στην  νοσταλγία /

για κάτι  απροσδιόριστο/



μια καρδιά που είναι να σπάσει/

ας σπάσει  στο στέρνο σου/

ω… μέγα/

κοιτώ γύρω για ρίζες/

ψάχνω να βρω/

τις λέξεις/

λέξεις  καρφιά/

ματιά / ματιά / που διαπερνά

και στρώνει την υποταγή/

σαν ένα πέπλο

από ψιθύρους  γοερούς/



θα βυθίσω στο χώμα/

νύχια και γλώσσα/

αφήνοντας  οσμή  να με διαχέει/

σιωπηλά στην αιωνιότητα/



ένας άλλος  Οδυσσέας/ που η μνήμη του/ ταξιδεύει

μέχρι εκεί που δεν φτάνει ζωντανή κόρη ματιού/



έτσι  θα βυθιστώ/ σε συλλογισμό /πριν ολόκορμη με πάρει/ η οργή/



που έρχεται από  εκείνη την στιγμή/που ο ουρανός ήταν μαύρος/

λήθη μιας γαλάζιας  επιφάνειας/



ας αλυχτήσω σαν τους λύκους των παιδικών μου φόβων/



οι τωρινοί  εραστές των ονείρων μου/πόσο  τους μοιάζουν/



αχ αϊτέ/  με άφησες  σε μια ανυχτωσιά  χωρίς απάγκιο /

κάτι σαν ένα  δένδρο ξεριζωμένο  και πεταμένο  στο πλάι/

έτοιμο για κοπή για λεηλασία/



λιποθύμησα στα χέρια σου θάνατε  θυμήσου/

και εσύ/ Αυτός  ο Μέγας/ όπως σε ονομάζω/

με άγγιξες απαλά στο μάγουλο και ψιθύρισες

με την μοναδική φωνή σου/

ερασιθάνατη εσύ/ μη αμφιταλαντεύεσαι/



και τότε με άφησες να πέσω  στο χώμα/ μ’ ένα γδούπο/

σ ‘ ένα χώμα  καφέ πιτσιλισμένο  με σπόρους/

που τρέφουν  ζώα κι' ανθρώπους/

με κρατούσες με  μάτια  κλειστά χωρίς βία/

μα με  μια μελωδία/  αχόρταγη απ’ την καρδιά σου/

πιέζοντας τις αρτηρίες/ και γλίτωσα/



εκεί με άφησες  απαλά  με ένα σημείωμα/

γραμμένο από το αίμα σου /που μύριζε σκουριά και λιβάνι

και αναρωτήθηκα μα  είναι ζωντανός ο θάνατος/

έχει καρδιά έχει  και φλέβες σαν τις δικές μου/



καθώς διάβαζα με δυσκολία  το γραμμένο στίχο/

μιας μοναχικής καρδιάς που λιποψυχά  σε κάθε απώλεια/

και θυμάται τότε που ήταν ένας άγγελος/



και πετούσε πάνω από βουνά και θάλασσες /



πάνω από λίμνες και  πεδιάδες/

και από το στόμα του  έβγαιναν μόνο  νότες/

ήχοι από  ένα κόσμο που μόλις  είχε γεννηθεί/

και με ρωτούσε αν ήθελα να ακολουθήσω/

να γίνω και εγώ θάνατος/  να  παίρνω ψυχές/



συνέχιζε στο γράμμα/

να  λέει τι με περιμένει  από τότε που γεννήθηκα/

με βάφτισαν μόλις γεννήθηκα/

γιατί  κάτι έδειχνε πως πέθαινα  από κάτι ξαφνικό/

και πάλι στα 13 μου χρόνια όταν μια μέρα με πυρετό

και ενώ κοντά μου ήταν οι γονείς/

τους κοιτούσα και ένοιωθα στο στόμα μου χώμα / χώμα σας λέω

χωμάτινο  χώμα/ και μόνο χώμα/

ξερό και πικραμένο και ξεροκατάπινα χωρίς να καταλαβαίνω/

τότε πάλι  με θέλησε κοντά του/ αυτός ο μέγας/

διάβαζα το γράμμα και δεν ήξερα πιο πολλά από πριν

μόνο έτρεξα να μιλήσω  σ έναν άνθρωπο σε οποιονδήποτε σε έναν άνθρωπο

ακόμη   με ανάσα/ εκπνοή  και εισπνοή  στα πλευρά του/



να πω  κάτι  απλό όπως καλή μέρα σας/  τι κάνετε/ ο καιρός είναι καλός σήμερα/ αλλά είπανε πως αύριο θα ψυχράνει/  θέλετε να καθίσουμε να πιούμε κάτι  να πούμε κάτι/και  ονειρευόμουν την στιγμή αυτής της απλής  επαφής/ το έσω μου μίλησε και είπε/ και με ρώτησε για τα πουλιά/ τα νησιά/ τις πόλεις και τα ακρωτήρια/ τις λεμονιές και τα μπαλκόνια/ τους λόφους  και τις  ακρογιαλιές/ τα σιντριβάνια  τα τριχωτά στήθια/ τα υγρά  χείλη/ τα μαλλιά στον άνεμο/



ημέρεψα με τόσες ερωτήσεις/ και άρχισα να  τις μετρώ /ένα εκατομμύριο  και ένα/ και δυο/ και τρία και/ τέσσερα και πέντε/ και έξι και επτά/

και τότε σταμάτησα και σκέφτηκα  τα  κομμάτια μάρμαρο που είχα μαζέψει από την λόφο  της Ακρόπολης  /κάποιο καλοκαίρι

που είχα ξεχάσει ότι μια μέρα θα  πρέπει να επιστρέψω/εκεί από όπου είχα έρθει / τότε ακόμη δεν τον γνώριζα Αυτόν τον Μέγα / και  δεν ήξερα την δύναμη του  αλλά ούτε και την δική μου/ δεν ήξερα πόσο δεμένη ήμουν με όλα όσα  άρχισαν να με  ακουμπούν  /  το μυαλό / την  καρδία/ και  το κορμί/

πόσο τα μάζευα με στοργή /εγώ  η άλλη  /αυτή / που τώρα μόλις αρχίζω να  ακροαγγίζω/  με  πίστη και  πάθος/ και εσύ   Ω! Μέγα κόψε με κομμάτια/  σάρκινη παντιέρα στις Κυκλάδες  το κορμί μου/



μην μου κόψεις τις ρίζες μόνο/

αυτές που   ρίζωσαν μέσα μου  από την ιστορία της μάνας  και του πατέρα/

από τους μύθους της οικογένειας/

από τους μύθους αυτού του τόπου-

μια στάλα γη  είναι η γης μου –

μην μου την πατάτε –

αφήστε  τις μνήμες να είναι η καταγωγή αυτής της θαλασσόπυκνης   εστίας/

να είναι  η παραγωγή των αιώνων/

μην  την αφήσετε να την πνίξει ο όλεθρος/

διαβολικά μυαλά  του ανθρώπου  εσείς/ altermioego/



εσύ  Μεγάλε δικέ μου φίλε / Αυτός/ όπως   σε ονομάζω/

που με την σύλληψη μου  ήσουν εκεί  να φέγγεις την δημιουργία των κυττάρων μου/

σε ένα ανυποψίαστο θαύμα να χαμογελάς με νόημα/ αγαπημένε φίλε σύντροφε/



γύρισε πίσω την ιστορία για μένα μόνο /Δωροθέα ονόμασε με και  πάρε με μετά/μόνο τις ρίζες φύλαξε αυτού του τόπου  /του τόπου μου/ δεν έχω να σου προσφέρω  αντίδοτο στον δικό σου πόνο/ που αρχίζω να τον αισθάνομαι/   πάρε ένα  κομμάτι μάρμαρο που μάζεψα μηχανικά   κάποιο ζεστό μεσημέρι  στης Ακρόπολης   τα μέρη/ξεδίψασε  μ’ αυτό/





ή  με/ το  θανατερό   υγρό/  αυτό που χύνεις  σταλαγματιά σταλαγματιά/τον πόθο για φευγιό /στα μάτια των έτοιμων  από καιρό/ και μένα/ σύρε με μέχρι  το τέλος με το  ήχο από  τους θρήνους  των  κατατρεγμένων/ και το τραγούδι των παιδιών/ όταν  πλατσουρίζουν  σε νερά μαγικά/ και φαντάζονται την ζωή να κυλά με χορούς και φτερωτά γεμάτα  χρώματα

εμένα περίμενες να σου πω / πώς να φευγατίζεις τους ανθρώπους; / αχ!εσύ /αγαπημένε/ δεν  έχειςμάθει τίποτα από τόσους  θανάτους/ μου βούλωσες το στόμα από την αλήθεια/ με ξένεψες  από την αγάπη/ αρχίζω  και σε καταλαβαίνω/  καταλαβαίνω τι  θέλεις να μου πεις/ καταλαβαίνω/ τις λίγες φευγαλέες στιγμές/ που ήσουν ηρωικά  επίγειος και όλα  ξεκινούσαν από  το μηδέν/θα  σου αφιερώσω  ότι αφιέρωσα στην ζωή / το ίδιο και σε σένα/μια αγκαλιά/



χωρίς καν λογισμό/ εκεί  που όλα ετοιμάζονται να ρίψουν τις κραυγές τους/

ιαχή  μια παροδικής ευτυχίας/

να που  προβάλει ανίκητος ο έξω από δω/

με την παρέα του/ας γίνουν όλα όπως πρέπει να γίνουν/

αφού  μόνο να βλέπουμε έχει μείνει/

χωρίς να καταλαβαίνουμε/

σταματάτε  να μιλάτε/ δεν υπάρχει φωνή μέσα σας/

ακούστε  τον άνεμο/πως πιέζει  το σώμα μας/

πως  αφήνει   επάνω μας γραμμές /μικρές ιστορίες/



δεν κουράστηκες καλέ μου να με προσέχεις/

αφού μόνο εσύ μπορείς να κόψεις  την ανάσα μου/

κομμάτια   μιας νυχτιάς με το σούρουπο να γέρνει

από το τελευταίο μου βλέμμα/ μια μικρή αστραπή/



θα  σε ονομάσω  τέλος  με το όνομα σου

θα σε αποκαλύψω όπως εσύ αποκαλύπτεις/

όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου

που λιγότερο ή περισσότερο/ σε θέλησαν

σαν ένα φτερό που ταλαντεύεται και κερδίζει το βλέμμα/

σε αγάπησαν  τότε  μπορούν να   σε φωνάζουν με το όνομά σου

Ω!  Mέγα




Μαρία Πανούτσου
ο Άνθρωπος ενώπιον του Θανάτου (Αυτός ο Μέγας)
186 · Jun 2019
Glance Story
MARIA PANOUTSOU Jun 2019
Maria Panoutsou


Glance Story
Third  Version 2018-2019


And pray to God
to have mercy upon me
M.P

I am with him
city is not so cold.

Time is a game,
for children and lovers,
space, is game for stars,

Moving between places,
to find an easy corner,
for our naked bodies.

A little peaceful venue,
for our eternity,.

I collect flowers, for him,
he is preparing
paper, for me  to write
a story.

We smile, as we are walking
having inside our glance,
the face of each other.

How easy Winter is,
when you love someone.

Not the  NEABHOUR ‘S  love  
Or  the utopia one,
Or  like  an insect,
who is flying around the  noise,
and not be able to any one  
to catch it.

For this ‘winterlove’ of mine,
cause,  
Is a love near to  nothingness

~*~
Maria  Panoutsou,
186 · Oct 2018
Untitled
MARIA PANOUTSOU Oct 2018
Γυναίκα παιδί και άλογο είμαι

   σε κάθε μου βήμα

πολεμιστής  χωρίς να το γνωρίζω
MARIA PANOUTSOU Jan 2019
κοιτάζει από το ξέφωτο
σκύβει /σκύβει/ σκύβει /
ξεκάθαρα να δει μια μικρή πασχαλίτσα/
που ξεπροβάλει τολμηρά/
και περπατά αμέριμνα /στο δρόμο/
το κορίτσι με το μαύρο φουστάνι/
που ανεμίζει καθώς / το βάρος της
γέρνει προς τα εμπρός/
κρατιέται όμως γερά κι' ισορροπεί
τέλος βλέπει την πασχαλίτσα να πετά ψηλά /
και μια φωνούλα δική
της /δίνει κουράγιου/
τότε /το μαύρο φουστάνι πετά και αυτό/
συνεπαρμένο από το τόλμημα της πασχαλίτσας

Μαρία Πανούτσου
Τα κρυφά του μυαλού
2019
MARIA PANOUTSOU Nov 2017
Κίνηση αυθόρμητη



βήματα αβέβαια,
μπουσούλισμα,
τρεμουλιαστά τρεξίματα
ματιές με χρόνο άπειρο
αναζήτηση αγκαλιάς
ζεστασιά αιώνια
στόμα που ανοίγει αχόρταγο για ήχους
κάρδια που σφυροκοπά
και βγαίνει ώρες ώρες από τα στήθια
γυρίζει το κεφάλι και κοιτά
μόνο το αίμα δεν φαίνεται/
ζαλίζεται γελά και κλαίει
μαγεύεται και αφήνεται
σε κούνια αγκαλιά σε χέρια στιβαρά
εκρήγνυται από αγάπη και λέει μαααμαααα
  



Copyright © Μαρία  Σκουλαρίκου – Πανούτσου . All Rights Reserverd
MARIA PANOUTSOU Dec 2019
Μην φωνάζετε
δεν είμαι κουφή
ακούω τα πάντα




Από το εκεί στο εδώ
με μάτια ανοιχτά  και δεν τυφλώθηκα
τρύπωνε το φως πότε - πότε

Κοίταξα  πρώτα τον γιατρό που με κοίταζε
κοίταξα και  την μάνα μου - ακόμη πονούσε
-χαμογελαστή πονούσε-ανοιχτό το σώμα

Μετά  έκλεισα τα μάτια να ξεκουραστώ
το ταξίδι μεγάλο
και οι πόνοι με χίλιους ήλιους σε νέο πλανήτη

Για μένα  το νερό μοναστήρι πρώτο
πιο σημαντικό κι’ απ’ το φως
και ο αέρας ένα  ποτάμι και αυτό


Ήθελα να γεννηθώ  ανάποδα  
αλλά στο τέλος άλλαξα γνώμη
και βγήκα με το κεφάλι ΄
φελούκα στον ουρανό

Μέσα στο σώμα της, σκοτάδι
υγρασία και  ένα κύμα ταλάντευσης
κούνια και ύπνος  βαθύς

Δεν ήθελα να ξεγελαστώ
κάτι μου έλεγε ότι θα  έχανα την επαφή  
μόλις αντίκριζα το φως
από  τί δεν ήξερα -σκεπτόμουν όμως
λαγοκοιμόμουν
αφουγκραζόμουν  

Κράταγα
τα
σχοινιά  
του
καραβιού

Κράτησε πολύ αυτό  το ταξίδι  
αναρριχιόμουν συνεχώς
καθώς γευόμουν  την μυρωδιά της μάνας
αλλά και την φωνή της που με πότιζε  
με ερωτήματα

Όλο αυτό
είχε  
μια  
γλύκα
ενοχλητική  

Το φως αντίκρισα κουρασμένη  
και  φωνή δεν είχα  να κλάψω
όμως  έκλαψα στο τέλος  
για να ησυχάσουν οι άλλοι

Αυτό το χωρίς επιστροφή  
ταξίδι του ερχομού  
που φανερώθηκε
κράτησε χρόνο πολύ

Στις χούφτες μου μηνύματα κρατούσα σφιχτά
δώρα για βασιλείς και αρχόντους
και στις κόρες των ματιών μου
όλη  η  ζωή της ανθρωπότητας

Είμαι αδύναμη και ο ψυχισμός βουβός
τις νύχτες με παρατάει
και τρέχει σε μέρη άγνωστα κι’  αφιλόξενα
γεμίζει τις φλέβες μου με δηλητήριο
το αισθάνομαι καθώς  όλο το σώμα
σαν το υγρό που ξεχειλίζει κάποια στέρνα

Βρίσκομαι ακόμη σ’ εκείνο το ταξίδι
η μήτρα  γεννά και η μήτρα θάνατο σπέρνει
άντε αδέλφια και εσύ θεέ
ανοίχτε τις  θάλασσες  
δεν έχουμε χρόνο πολύ ακόμη



MARIA PANOUTSOU
----KEA 2019
184 · May 2019
love you not
MARIA PANOUTSOU May 2019
Θα σε μισώ μέχρι το τέλος του κόσμου
και μέχρι εκεί που δεν υπάρχει κάτι ακόμη
στην φυλακή που με έβαλες υπάρχω
και θα υπάρχω όσο ο ήλιος καθρεπτίζεται
σε κάγκελα μουντά.(....}




Μ.Π Τα πρωινά.
184 · Oct 2021
dedicated
MARIA PANOUTSOU Oct 2021
α



έφυγε το πουλί

τα ψίχουλα στο πρεβάζι



ένα φτερούγισμα ακόμη

μια τελευταία ματιά



δεν αντέχεται ο πόνος

της πραγματικής αγάπης



αφήστε με να το πω

με τον πόνο αυτόν



κινώ ουρανό και γη

κινώ και τα όνειρα τα ξεχαρβαλωμένα







β



μου το υποσχέθηκες, θυμάσαι

με καθησύχασες, θυμάσαι

με απλά λόγια, θυμάσαι



τα λόγια είναι ο καθρέπτης

της κάθε διαδρομής

της ερώτησης και της απάντησης



τα χτενίζουμε τα λόγια

όμως αυτά ξεγλιστρούν

και λένε την δική τους ιστορία









γ





ξύπνησα – κενό

η εικόνα – καθαρή



πόσο μακριά χέρια είχες

πόσο μεγάλο στόμα είχες



πόσο μεγάλα μάτια είχες

πόσο μεγάλο στέρνο είχες



πόσο μεγάλη καρδιά είχες

για να με φτάσεις





μα κι ο λύκος δεν είναι πια εδώ





δ





η κοίτη στέρεψε. το κατάλαβες

ο ουρανός χαμήλωσε, το είδες



το νερό ΧΎΘΗΚΕ στο κράσπεδο

η νύχτα μίκραινε, μέρα με την μέρα



και εσύ πάνω στο ΆΛΟΓΌ ίδιος

Δον Κιχώτης, μας χαμογέλασες
184 · Sep 2020
kea 2019
MARIA PANOUTSOU Sep 2020
a foot under the sea /
the other /
touching the chest of a humn being/

one hand showing  the sky/
the other feeling my belly/

the one eye  glance the grown/
the other eye / looking  inside me/

my body lay down /
lying as dying/  



morning verses  Kea '19 Maria Panoutsou
183 · Feb 2019
Untitled
MARIA PANOUTSOU Feb 2019
ξύπνησα με σένα δίπλα
δεν λέγεται τι ανεμίζει
μέσα στο κεφάλι μου

τα μαλλιά σου
χαυνώνουν τα όνειρα μου
και γνώρισα και το λαιμό σου χθες
καθώς  το χέρι μου περι-διαβαίνει το
σώμα σου
στάθηκε εκεί
παράξενο συναίσθημα γέννησε

είσαι ο άνδρας και εγώ η γυναίκα
αυτό ξερό και η κάθε στιγμή
αυτό  φωνάζει

είσαι  ένα κείμενο ζωής

μιλάει την ιστορία σου
με πονάει που την διαβάζω
και με ζεσταίνει η σκέψη
ότι έχω το δικαίωμα αυτό


κοιτώ  τον δρόμο που  δείχνει  
τις πατημασιές σου καθώς έρχεσαι

έρχεσαι και  έρχεσαι  σε χρόνο
παρατεταμένο
να με βρεις
τι και αν αμφιβάλλω

πως να μην

η ζωή είσαι εσύ
και η ζωή είναι απρόβλεπτη

έτσι και εσύ  
απρόβλεπτα
μέχρι να ζήσουμε το όνειρο μας



κοίταξε τώρα εκείνες τις μέρες  
σε μια μικρή   όαση
από το τίποτα  με βρήκες

εξιστορώ  την αγάπη μας

κι όμως   μέσα μου έχω όλη την ανθρωπότητα
να με πνίγει
και άλλοτε να με συγκινεί
άλλοτε να αγαπώ  ό τι υπάρξει
και ο τι δε υπάρχει

δεν θέλω την λοξότητα
που ξεκινά με σένα
και με μια δύναμη πως να την ονομάσω
δεν στο κρύβω
πως αγνοώ  τα βήματα
από εδώ και πέρα
Maria Panoutsou
182 · Aug 2019
για την Suzanne Eaton
MARIA PANOUTSOU Aug 2019
με στοιχειώνουν οι άνθρωποι

δεν θα κρυφτώ στην αγκαλιά τους

οι σκιές που περπατούν γύρω μου με καλούν
για ένα τσάι λίγο

πριν την δύση του ηλίου

κι όμως

ο Μαβίλης λέει ποτέ το δείλι μην θυμάσαι τους νεκρούς



έξω το αεράκι δροσερό με θωπεύει

θα μείνω πιστή στην φύση
θα πω όχι  στο κάλεσμα

αφήνω τους φόβους και την καλοπέραση
και εκτείνομαι στο άπειρο
για την Suzanne Eaton

μ.π 2019
179 · Sep 2018
TO : Andre Breton
MARIA PANOUTSOU Sep 2018
Τετάρτη, 28 Σεπτεμβρίου 1966
  
Αγαπητέ Andre


Αναρωτιέμαι

Αναρωτιέμαι/η μυρωδιά της μασχάλης σου/

θαμπορούσε να  με ζήσει και μόνο..



Αν η ρωμαλέα  σκοτεινιά /που αντικρίζω  στα σκέλια σου/ τα μάτια μου να’βλεπαν και μόνο/



Αναρωτιέμαι  τι είναι αυτό που κατέχεις/ και  που εμένα μου λείπει /



Αναρωτιέμαι /αν τα δυο χέρια  και τα δυο  σου χείλη / μπορούν να κρατήσουν  ορθό / ένα σώμα/



Αναρωτιέμαι/ αν η τροφή σου είμαι εγώ  /και μπορώ   την πόρτα της καρδιάς  σου  /ανοιχτή να κρατώ/

τι θα μου’λεγες τις νύχτες του χειμώνα /





Αναρωτιέμαι γιατί σε κάθε σου λέξη /βρίσκω ένα   πούπουλο  σε χρώμαωχρό/

να γαργαλάει το  δέρμα μου  /έτοιμο  κι’ αυτό/ να σου δοθεί/

Αναρωτιέμαι/

γιατί  / αφού  σ’ αγγίζω/ μια βελόνα είσαι θανάτου/





Πράξεις

Θα μπορούσα να γευτώ  την σάρκα σου στα δόντια μου/ και το αίμα σου να ρέει  πάνω στο σώμα  μου/ δροσιά αιώνια /θα μπορούσα/



Τo ακούμπημα στο στήθος μου/  επάνω στην κοιλιά /ανάμεσα στα πόδια μου/ να  σε  κρατά  σφικτά/



Σ’ ένα κουτάκι ζωγραφισμένο με μελάνι / έβαλα  λίγο από τα υγρά σου / χθες/καθώς  άφηνες  ζεστό ένα σώμα  /   και με τον χρόνο/ κεχριμπάρι θα γίνει/ κόσμημα/ένα προσκύνημα/ στο λαιμό/ στο στέρνο  μου /σημάδι βαθύ/

Άφησε τον χρόνο να περάσει επάνω μας αγαπημένε μου /ν’ αφήσει μια γραμμή /ατέλειωτου πόθου/  να σε κρατά  από’τα  χέρια και από τα’ πόδια/ να σε κρατά απ’ τα σπλάχνα/ απ’ το μήλο του Αδάμ  /να σε κρατώ / και να μη μου φτάνει/



Προς τα πού  είναι η ανατολή και η δύση  πες μου /να στείλω  μηνύματα και ξόρκια / ν’ αφανίσω ότι αγάπησα/



Επίλογος



Je  suisune femme  amoureuse

une femme/ totalementheureuse/

ettotalementtsiste

Viens: de:

PRENDRE

ENTRE

COMPRENDRE

RE- JOINDRE

DEFENDRE

VENDRE

ATTENDRE,

PRETENDER



Andre
Ο ΈΡΩΤΑΣ  ΕΙΝΑΙ ΔΆΝΕΙΟ.  ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ
filologikilesxi   Κατηγορίες,Προς τιμήν του Αντρέ Μπρετόν   Σεπτεμβρίου 25, 2018  0 Minutes
MARIA PANOUTSOU Jan 2019
Τα του σύμπαντος είναι όλα μια σημαία άσπρη

Ο Θεός

Η αγκαλιά μου ανοίγει σαν ένας πάνλαμπρος κάμπος,
εκεί διακλαδίζεται σαν ένα χταπόδι τεράστιο ένα δένδρο
με τις γειτονικές του ρίζες να αγγίζει ένα ποτάμι θωλουρό

η αγκαλιά μιλάει για τους ανθρώπους
το δένδρο για την γη
και το ποτάμι για την ιστορία

οι ρίζες χάνονται μέσα στου χώματος την υγρασία
και εκεί που σμίγουν πλάσματα χωρίς όνομα

εκεί ο θεός κρυμμένος ξεκουράζεται

Μαρία Πανούτσου
178 · Mar 19
Andre
Τετάρτη, 28 Σεπτεμβρίου 1966
( surrealistssalonik  Κατηγορίες,Προς τιμήν του Αντρέ Μπρετόν 

 25 Σεπτεμβρίου, 2018)




Αγαπητέ Andre


Αναρωτιέμαι

Αναρωτιέμαι/η μυρωδιά της μασχάλης σου/

θαμπορούσε να  με ζήσει και μόνο..



Αν η ρωμαλέα  σκοτεινιά /που αντικρίζω  στα σκέλια σου/ τα μάτια μου να’βλεπαν και μόνο/



Αναρωτιέμαι  τι είναι αυτό που κατέχεις/ και  που εμένα μου λείπει /



Αναρωτιέμαι /αν τα δυο χέρια  και τα δυο  σου χείλη / μπορούν να κρατήσουν  ορθό / ένα σώμα/



Αναρωτιέμαι/ αν η τροφή σου είμαι εγώ  /και μπορώ   την πόρτα της καρδιάς  σου  /ανοιχτή να κρατώ/

τι θα μου’λεγες τις νύχτες του χειμώνα /





Αναρωτιέμαι γιατί σε κάθε σου λέξη /βρίσκω ένα   πούπουλο  σε χρώμαωχρό/

να γαργαλάει το  δέρμα μου  /έτοιμο  κι’ αυτό/ να σου δοθεί/

Αναρωτιέμαι/

γιατί  / αφού  σ’ αγγίζω/ μια βελόνα είσαι θανάτου/





Πράξεις

Θα μπορούσα να γευτώ  την σάρκα σου στα δόντια μου/ και το αίμα σου να ρέει  πάνω στο σώμα  μου/ δροσιά αιώνια /θα μπορούσα/



Τo ακούμπημα στο στήθος μου/  επάνω στην κοιλιά /ανάμεσα στα πόδια μου/ να  σε  κρατά  σφικτά/



Σ’ ένα κουτάκι ζωγραφισμένο με μελάνι / έβαλα  λίγο από τα υγρά σου / χθες/καθώς  άφηνες  ζεστό ένα σώμα  /   και με τον χρόνο/ κεχριμπάρι θα γίνει/ κόσμημα/ένα προσκύνημα/ στο λαιμό/ στο στέρνο  μου /σημάδι βαθύ/

Άφησε τον χρόνο να περάσει επάνω μας αγαπημένε μου /ν’ αφήσει μια γραμμή /ατέλειωτου πόθου/  να σε κρατά  από’τα  χέρια και από τα’ πόδια/ να σε κρατά απ’ τα σπλάχνα/ απ’ το μήλο του Αδάμ  /να σε κρατώ / και να μη μου φτάνει/



Προς τα πού  είναι η ανατολή και η δύση  πες μου /να στείλω  μηνύματα και ξόρκια / ν’ αφανίσω ότι αγάπησα/



Επίλογος



Je  suisune femme  amoureuse

une femme/ totalementheureuse/

ettotalementtsiste

Viens: de:

PRENDRE

ENTRE

COMPRENDRE

RE- JOINDRE

DEFENDRE

VENDRE

ATTENDRE,

PRETENDER



Andre
Ο ΈΡΩΤΑΣ  ΕΙΝΑΙ ΔΆΝΕΙΟ.  ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ



Μαρία Πανούτσου
Πρώτη  εκδοχή  του ποιήματος
178 · Oct 2018
LANGSAM
MARIA PANOUTSOU Oct 2018
Δύο ποιήματα

L.............................
LA......................­.....
LAN........................
LANG......................
LANG­S...................
LANGSA...................
LANGSAM
Tο πολύ νερό γεμίζει τις φλέβες μου
όνειρα κάνω και δίνω ώθηση στις ώρες
που δεν μου φτάνει τίποτα
ή είμαι λίγη για οτιδήποτε
στάζω κούραση

---

Την ευχαρίστηση να βρω στα χίλια ψιθυρίσματα,
στην σιωπή,
και στο γλυκό φως.
Του αστείου την αντίδραση.

©Μαρία Πανούτσου
Αδημοσίευτα
178 · Dec 2018
δεν ...δεν
MARIA PANOUTSOU Dec 2018
το μέλλον με καλεί
κάτι σαν  έναν άνθρωπο  
από το αντικρινό βουνό

φωνάζει και χαμογελά  
στους απέναντι
χαιρετισμός και  συνάντηση

από πάνω  του ο ουρανός
και τα βρώμικα λασπωμένα παπούτσια του  
πάνω στον  βράχο  ακουμπούν

πίσω του  ο ήλιος και μπρος του
ένα αστέρι που ετοιμάζεται
άγνωστο  για που


γύρω  ο αέρας στροβιλίζει
μια  κουβέντα από τα περασμένα

ο λογιομόςμε στίχους και  απρόσμενα
ο λόγος του  χάνεται στο λαρύγγι  του




01/12/2018
176 · Jul 2020
antitled
MARIA PANOUTSOU Jul 2020
Ξεριζωμός Της Γλώσσας

Μέχρι να ειπωθεί η αλήθεια

Ποια Αλήθεια;

Κανείς δεν την ξέρει.

Καμώνεστε πως  την ξέρετε.

Κοιτάξτε  τα πουλιά

Πως Πεθαίνουν…

Με Χωρίς Απορία.



Ψάχνω  τις ρίζες μου

από

ονόματα

αναφορές

συνδυασμούς



ποια είμαι, τι τρέχει στις φλέβες μου

αίμα ή νερό

άσπρο, κόκκινο, μπλε



καθώς κοιτάζω τα  χέρια μου

το υγρό μοιάζει με μπλε



το δέρμα μου διάφανο

μ’ αφήνει να δω

την πορεία της κάθε φλέβας

την ακολουθώ

και της υποβάλλω

τα μυστικά μου
MARIA PANOUTSOU Nov 2018
την αγάπησε
όπως η φύση μένει σταθερή
στις μέρες και στις ώρες
μέχρι το τέλος του κόσμου
με μία αστάθεια για σταθερότητα
μέχρι την ολοκλήρωση του
την μεταμόρφωση του
έτσι την αγάπησε
την ήθελε νέα και όμορφη

την γνώρισε τυχαία
δυνατή και αποφασιστική
αυθόρμητη και απόλυτη
άσκεπη και επιπόλαιη
συναισθηματική και πεισματάρα
ξεροκέφαλη και ζηλιάρα
ερωτική και εγωίστρια
αλτρουίστρια και μάγισσα
τρυφερή και σκληρή
αδιάφορη και πιστή

την έχασε κάποια μέρα
και εκείνη μεταμορφώθηκε
τότε σε ένα πέτρινο αγγείο γεμάτο με
λουλούδια του αγρού

την ξέχασε ένα χειμώνα
και εκείνος έγινε ένας γλάρος
που πετούσε πάνω από τις θάλασσες



Μαρία Πανούτσου
Ποιήματα του χρόνου
MARIA PANOUTSOU Dec 2019
Καράβι στολισμένο

ετοιμόρροπο/

στην άκρη θαλάσσιου ύδατος/

εξατμίζεται



Αστόλιστο  δένδρο

γυροφέρνω/

με  στολή ναυαγού/

πριν κυλίσει αργά στο σκοτάδι



Γιρλάντες απωθώ/

μ’ ενοχή τρανταχτή/

δώρα χαρμόσυνα/

ατμόσφαιρας  λειψής



Ψαχουλεύω  στις  τσέπες

του μυαλού μου/

περπατώ

στο δωμάτιο αργά/



Σε φέρνω στολίδι

σε  δικό μου ζωγραφισμένο πίνακα/

και  αναρωτιέμαι

για τη μορφή σου/



Έξω βοριάς/

μα να / ο  αιώνιος  Σίσυφος /

κουβαλώντας τον σταυρό του/

μόλις γεννήθηκε



Σηκώνω τις λέξεις

τις τραβώ απ’ το κορμί Σου/

καταπίνω τ’ όνομα Σου/

γεμίζουν τα σπλάχνα  μου ευλογία/

Σε θέλω  φίλο/



Ξεσκεπάζοντας

βλέπω τα σημάδια Σου

άπιστε Πέτρο/

αναποδογυρίζω  εικόνες/

με τον Ρουμπλιόφ

να κλαίει γοερά/



Τι μένει απ’ την γιορτή γέννησης/

παρά ένας καημός/

κι ένας λυγμός



Στην  άκρη της πόλης/

πάνω σε πέτρα άβολη

και κοφτερή/

Σε βλέπω/



Ένα παιδί που μόλις  μεγάλωσε/

δηλώνει  πίστη και  λέει/

«Άφετε τα παιδία

και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με,

των γαρ τοιούτων εστίν

η βασιλεία των ουρανών»



Έξω/ ωχρή συννεφιά/

Σε σκέπτομαι στο κρύο/

και παγώνω/

Σε  αφήνω σκυφτό /και  σκεφτικό/

Χριστέ μου



Γυρνώ το βλέμμα μέσα/

επιστρέφω στο χρέος /

εγκαταλείπω το χάος/



Τιτίβισμα παιδιών με καλεί/

εξιστορώ τον ερχομό Σου/

Λιβάνι / Χρυσός  και Σμύρνα/



Βάζω τα λόγια Σου

στο στόμα μου και πάω/

σε μια καρδιά δική Σου/

και δική μου/



Ο κύκλος  ξεκινά και πάλι/

Είναι Χριστούγεννα
175 · Mar 2021
το τίποτα
MARIA PANOUTSOU Mar 2021
τίποτα
ακριβώς τίποτα
πόσο αγαπώ αυτό το τίποτα

εκεί μακριά όλα χρωματιστά
εδώ  δίπλα μου  ένας σπόρος ελπίδας και χαράς
γεμίζει το σώμα μου
αναπνοές μεγάλες γεναιόδωρες

πότε ξανά θα νοιώσω την ζωή
να σφυρίζει στις φλέβες μου
το σκοτάδι έχει φύγει  για σήμερα
πόσο θα κρατήσει αυτό το φως
αυτή  η χαρά χωρίς λόγο και σκοπό


αυτό ήταν το   κρυφό μου όνειρο και όπλο
μια χαρά χωρίς λόγο και χωρίς σκοπό

κοιτώ την γραμμή του ορίζοντα
και νοιώθω φτερούγες  
να  σφηνώνονται στις ωμοπλάτες μου

έτοιμη     έτοιμη    έτοιμη για το πέταγμα


έξω  από τα παράθυρό μου   πουλάκια  
παχουλά
μικρά
στρογγυλά
τρώνε  τα ψίχουλα που τους ετοίμασα

φεύγουν ξαφνικά και μένω με τις φτερούγες  μου
να τα κοιτώ.

22/03/21
nothnothingness
MARIA PANOUTSOU Oct 2018
Μην κρυφακούτε τα ιερά τα λόγια

…..η γλώσσα των ερωτευμένων
είναι γλώσσα σκληρή και τρυφερή /
είναι πρόστυχη και αγία/
είναι ζωή και θάνατος/
είναι αρρώστια και υγεία/
παιχνίδι και ανία/
όλες οι εποχές του έτους
όλες οι μέρες/και οι νύχτες

θεσπέσια μέρα και νύχτα
ξαγρύπνια του νου και της ψυχής/
που παραδίνεσαι χωρίς αιδώ/
σ ένα και μόνο άνθρωπο/ έναν/

πως περιγράφεται η αίσθηση αυτή/
παρά μόνο με την αγνότητα ενός παιδιού/
με το χαμόγελο μιας γιαγιάς
στο κατώφλι καθισμένη /
ενός παππού που κρατά/
ένα κουτί με φωτογραφίες /
αλλοιωμένες από τον χρόνο/
με τον γεωργό που ανακαλύπτει
τα νέα φυτά/ σκυφτός

αυτή είναι η γλώσσα του ερώτα
με τον τσοπάνο που βατεύει την προβατίνα/
με τον άνδρα που γυρνά από τον πόλεμο/ με τον έφηβο που ψαχουλεύει το βρακί και ονειρεύεται ορθός/με την γυναίκα που αγαπά και περιμένει /αυτή είναι η γλώσσα του έρωτα/ μια ιερή σημαδεμένη από τον χρόνο και την σάρκα μιλιούνια οι άνθρωποι στην ζεστασιά της ……

μαρία πανούτσου


Ne pas écouter les mots sacrés

... la langue des amants
la langue est dure et tendre /
est vil et saint /
est la vie et la mort /
est la maladie et la santé /
jouet et ennui /
toutes les saisons de l'année
tous les jours / nuits
MARIA PANOUTSOU Nov 2017
του τυφλού τα λόγια
στρίψε και ας με
φύγε και ξέχασε με
τα πάντα εδώ γύρω
το πεζοδρόμιο απ’ έξω
ανάσκελα ο σκύλος
το ντέφι γέρνει πίσω
τα κουδούνια του θησείου
σήκωσε το σεντόνι
κρύψε ό τι είναι σκορπισμένο
λάμπουν τα γράμματα
τα μάτια άδεια
ανατριχιάζει το κρύο
πινελιές στο τζαμί
το λεωφορείο ξεκινάει
ένα κάθισμα σε περιμένει
μασουλάς ένα ψίχουλο
αναβολή στην συνάντηση
ίσιωσε το σώμα, πλησίασε
αντέχεις αντέχεις
θαύμα
πήδησε στο κρεβάτι
το τοπίο κέρδισε
άφησες την φωτογραφία
ωραία, κλίσε την πόρτα
χαμήλωσαν τα φώτα, σκιές εκεί
καθαρίζω, καθαρίζω,
νοσταλγώ, νοσταλγώ,
αράχνη νύχτα
σε διαφορετικά σπίτια καλεσμένη
ανεβαίνω κατεβαίνω τα σκαλιά
αγγίζω για λίγο και φεύγω
τίποτα όπως όχθες
δεν είναι όλα του κόσμου πιο δυνατά από μάς
να πεθάνεις
ενώ ο έρωτας σου ματώνει
καρφωτά τα σπλάχνα
ή
γέροντας ανήμπορος;

©Μαρία Πανούτσου
172 · Oct 2018
επί τροχάδην
MARIA PANOUTSOU Oct 2018
δεν θα μπορέσω να  προλάβω λάθη
να διορθωθούν

με κατατρέχει μια αδημονία
που μοιάζει με τραίνο  φορτωμένο
με αιχμάλωτους

σέρνω μαζί μου ζωές που δεν κατανοώ
και ο χρόνος πιο λίγος από  διαδρομή

όλη η πλάση
συνηθισμένη με τα ερωτικά ζευγάρια
την άνοιξη
αλλά  και ο θάνατος
δεν πάει πίσω  σε επιτυχίες την ίδια εποχή

να θυμηθώ τι είναι πιο σημαντικό
οι εφορεύσεις ή τα θύματα ενός λοιμού;


οι Ερινύες κάθονται  σαν τις Καρυάτιδες
πάνω στο πρεβάζι του παράθυρου μου

και εγώ πλουτίζω την ζωή μου μέρα την μέρα
με ένα  αριθμό από ζεστά  φιλιά


Μαρία Πανούτσου
171 · Nov 2018
Salto Mortale
MARIA PANOUTSOU Nov 2018
η φύση της φύσης,

και η φύση του μυαλού μου,

ό τι υπάρχει και ό τι επιθυμούμε,

κι αυτό που αγγίζω, το βαπτίζω όνειρο,

και αν μου συμβεί το όνειρο,

το ονομάζω παρελθόν,

έτσι δεν βρίσκομαι πουθενά,

και κάθε μου βήμα, είναι ένα σάλτο,

από βράχο σε βράχο,

από πετρούλα σε πετρούλα

και από εκεί, πάλι σε μια λίμνη απ' όνειρα






Μαρία Πανούτσου

Ποιήματα του χρόνου
171 · Dec 2018
No poetry plz
MARIA PANOUTSOU Dec 2018
No poetry plz

Χωρίς ποιητική διάθεση

το να ζεις και μόνο είναι ένας δρόμος
δαφνοστολισμένος
δρόμος να περπατήσεις πάνω του
ξεστομίζοντας λόγια απλά και σταράτα
σε μια γλώσσα λουσμένη με τα υγρά της καρδιάς.

Τον άγνωστο πόνο σκέπτομαι καμία φορά
μήπως έρθει κάποια στιγμή και δειλιάσω για λίγο
και μετά σκέφτομαι ότι και αυτός έχει όρια και διάρκεια
και ησυχάζω.

Να αναμετρηθώ με ό, τι με περιμένει
να φανώ αντάξια της τιμής
που θα μου κάνουν χαρές και οδύνες

Παίζοντας την δυνατή
προσδοκώ να δυναμώσω
κάθε ίνα της ύπαρξης μου.




Χωρίς ποιητική διάθεση
Μαρία Πανούτσου 1/12 /2018
MARIA PANOUTSOU Jan 2019
ΧΩΡΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

μια καθαρή γραμμή στον ορίζοντα μου φτάνει

ένα φουστάνι άσπρο για την περίπτωση

και ένα καπέλο του Ρομπέν των Δασών

οι δρόμοι αυτού του τόπου είναι λίγοι και

μετρημένοι μην προσπερνάτε

τα κιτάπια της ψυχής πλούσια

γεμάτα με στίχους μυστικούς

εκεί και οι θυσίες

εκεί και οι λατρείες

εκεί τα όχι και τα ναι

εκεί που ανθούν μόνο γεράνια και μυρώνια της

Αφροδίτης φορεσιά

μ.π
28/11/18
170 · Oct 2018
Μνημοσύνη
MARIA PANOUTSOU Oct 2018
Friends are the scales
to approach the sky
M.P



Mε νανουρίζω και θυμάμαι.
Τότε που είδα έναν τυφλό,
να προσπερνά ένα δρόμο,
μια βροχερή μέρα του Οκτώβρη.

Ή τον ρόγχο, που έβγαινε
από το στόμα του θείου,
πριν πεθάνει μέρες έξη.


Έξω η πολιτεία κοιμάται
ένας  γέροντας κοιτά τον ουρανό

Ένα στρουμπουλό παιδί στην άδεια πλατεία μαζεύει  πώματα από κόκα κόλα.

Στο  Παράθυρο αντικρύ κουνήθηκε η κουρτίνα

Το διπλανό κτίριο σκοτεινό

Κάποιοι περαστικοί κοιτούν με περιέργεια

Την γωνία τα σκουπίδια  
σαν παρασκήνιο τσίρκου  εγκαταλελειμμένου


Αδημοσίευτη συλλογή.
©Μαρία Πανούτσου
169 · Oct 2019
Lady Godiva,
MARIA PANOUTSOU Oct 2019
αρκεί που με  αγάπησες
για μέρες,
μέρες γεμάτες από ένα  σύννεφο αναμονής
αναμονή, για  αγκάλιασμα
για βλέμμα κατευθείαν
στην κόρη των ματιών.


απουσιάζω από τα όνειρά σου
όμως  εσύ με επισκέπτεσαι ταχτικά
σε διάδρομους με χρώματα
ξεκολλάς από τον τοίχο
σαν ταπετσαρία σχισμένη

θα περπατώ πάνω στο σώμα σου
και θα τρέφομαι από το αίμα σου
σαν μια μικρή ξεχασμένη ψείρα
που ξέμεινε  από ένα σμήνος
κάποτε,
σε αποθήκη με στάρι σαπισμένο



ο αέρας με καλεί,  για έναν περίπατο,
ως την επόμενη αυγή που θα βρω το θάρρος
να περπατήσω σαν την Lady Godiva,
διασχίζοντας στην πόλη που με γέννησε.

Μαρία Πανούτσου
Στίχοι  2019
169 · Jun 2018
Επί τροχάδην
MARIA PANOUTSOU Jun 2018
Δεν θα μπορέσω να προλάβω λάθη,
να διορθώσω.
Με κατατρέχει μια ανυπομονησία,
που μοιάζει με τραίνο φορτωμένο με αιχμαλώτους.

Σέρνω μαζί μου ζωές που δεν κατανοώ,
αλλά αισθάνομαι
Και ο χρόνος, είναι πιο λίγος απ’ όλη την διαδρομή.

Όλη η πλάση,
συνηθισμένη με τα ερωτικά ζευγάρια την άνοιξη

Αλλά και ο θάνατος,
δεν πάει πίσω σε επιτυχίες την ίδια εποχή.

Να θυμηθώ τι είναι πιο σημαντικό,
Οι εφορεύσεις ή τα θύματα ενός λοιμού;

μαρία πανούτσου
169 · Jun 2020
Οι καρέκλες
MARIA PANOUTSOU Jun 2020
Οι καρέκλες

Δεν χάθηκε η σκιά
μα και η όψη

κι εκείνο το φάνταμα
που πέρασε σαν άνεμος
μικρός
ή σαν η ανάσα κάποιου
ξυστά από το χέρι μου
χθες αργά

μα ούτε και η μορφή
-ακέραιη μονάδα θλίψης-
δεν χάθηκε
εκεί απέναντι να με κοιτά.

Όλοι εσείς που αγάπησα
εκεί,
στις καρέκλες στο σαλόνι

στην σειρά
και άδειες

Καθίστε
δεν θα τρομάξω
σαν θα δω

αντίθετα
σας περιμένω

Μαρία Πανούτσου
12/06/20
Μαρία Πανούτσου
12/06/20
MARIA PANOUTSOU Oct 2018
Καράβι στολισμένο

ετοιμόρροπο/

στην άκρη θαλάσσιου ύδατος/

εξατμίζεται



Αστόλιστο  δένδρο

γυροφέρνω/

με  στολή ναυαγού/

πριν κυλίσει αργά στο σκοτάδι



Γιρλάντες απωθώ/

μ’ ενοχή τρανταχτή/

δώρα χαρμόσυνα/

ατμόσφαιρας  λειψής



Ψαχουλεύω  στις  τσέπες

του μυαλού μου/

περπατώ

στο δωμάτιο αργά/



Σε φέρνω στολίδι

σε  δικό μου ζωγραφισμένο πίνακα/

και  αναρωτιέμαι

για τη μορφή σου/



Έξω βοριάς/

μα να / ο  αιώνιος  Σίσυφος /

κουβαλώντας τον σταυρό του/

μόλις γεννήθηκε



Σηκώνω τις λέξεις

τις τραβώ απ’ το κορμί Σου/

καταπίνω τ’ όνομα Σου/

γεμίζουν τα σπλάχνα  μου ευλογία/

Σε θέλω  φίλο/



Ξεσκεπάζοντας

βλέπω τα σημάδια Σου

άπιστε Πέτρο/

αναποδογυρίζω  εικόνες/

με τον Ρουμπλιόφ

να κλαίει γοερά/



Τι μένει απ’ την γιορτή γέννησης/

παρά ένας καημός/

κι ένας λυγμός



Στην  άκρη της πόλης/

πάνω σε πέτρα άβολη

και κοφτερή/

Σε βλέπω/



Ένα παιδί που μόλις  μεγάλωσε/

δηλώνει  πίστη και  λέει/

«Άφετε τα παιδία

και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με,

των γαρ τοιούτων εστίν

η βασιλεία των ουρανών»



Έξω/ ωχρή συννεφιά/

Σε σκέπτομαι στο κρύο/

και παγώνω/

Σε  αφήνω σκυφτό /και  σκεφτικό/

Χριστέ μου



Γυρνώ το βλέμμα μέσα/

επιστρέφω στο χρέος /

εγκαταλείπω το χάος/



Τιτίβισμα παιδιών με καλεί/

εξιστορώ τον ερχομό Σου/

Λιβάνι / Χρυσός  και Σμύρνα/



Βάζω τα λόγια Σου

στο στόμα μου και πάω/

σε μια καρδιά δική Σου/

και δική μου/



Ο κύκλος  ξεκινά και πάλι/

Είναι Χριστούγεννα
FOR CHRISTMAS
168 · Jan 2020
Untitled
MARIA PANOUTSOU Jan 2020
Maria Skoularíkou Panoútsou



SALUADE


Translated from the Greek by the poet Yannis Goumas



















*


to Mark Court


Moonlight.


A bird perched on a branch.


The man under the branch listens to a cricket.


My childhood friends have aged today.


















ADIEU A






Nothing brighter than your image.


I remember you, your eyes half-shut, dear one.


Your chest all white


and the flames of your eyes, a sorrow.

Dreams are often a repeat performance


of my arriving in a metropolis with narrow, sloping streets,


much like shadows on our lips, on nights at Covent Garden.






Trampled flowers along the pavement


remind me of the cheap Italian wine,


after leaving the Chinese restaurant for uncertain formalities.


O you, god of love!






We spent our nights on borrowed beds


caressing and crying all night long.


Oh how I loved our own flesh and blood,


and we cried together and alone,


together and again alone.






We lived, what we dreamed of.


You were a bright star in the acts of God.


And now, on the damp streets of dawn,


childhood’s spittle on your grey head


censed the cold air, and you remember


the time I held your fingertips or the hem of your blouse


to prevent me from slipping on the curb.










ADIEU B






Your handwriting or your knitted brows


before they ease, take me back.


The movement of your pelvis: the most beautiful ever seen.


Your hand, held to your belly,


or your whistling, as you gingerly walked up the stairs,


like a bird about to fly.






The thought of our encounters is harrowing.


So keep to the city’s outskirts.


And your figure is wedged into the swaying cerebellum,


and memory, a lecherous rattle, brings you as a censer.


At the end of the garden you planted jasmine,

and on the bathroom’s shelf tea rose.






On those nights the gods gathered on the one pillow.


While still asleep, saliva dribbled from your mouth into mine.


Bury your anxiety, all are figments of my imagination.


You, far away, are blissfully protected.


One lonely evening as my heart was writing verses,


I saw a dream.










THE DREAM






I saw that I had passed over,


one night when a sallow moon


saw me shedding tears of love.






It kept on changing shapes.


I stalling and it preserving its shine


till dawn, waiting


for us to go together beyond the firmament.






Then my impetuous dress rushed out into the street


along with the ghosts and mice.


The wise owl came after me,


hooting for me to get back.






What a frightful call reached my sides!


What a beat stronger than a heartbeat!






It takes long to forget.


And the sky covering me is now unrecognizable.


I’ll leave, I thought, I’ll go to him.


And I reached the moon.










QUIET VOYAGE






The moon on the street made a pothole of its body


and with quick movements embroidered a cocoon.


This it used to cover me entire, as spiritual things


kept calling me to them.






First stop, a small circle of fire.


As the flames licked the darkness,


the moon was transformed into a man.


He looked like all other men I had fallen in love with.


He clasped me in his arms, and we ****** each other.


We went deep and deeper still into the fiery disc.


With throbbing movements our bodies

passed through the fire


and onto a placeless place in the form of white,

luminous dust.


I woke up when my arms had become

knobbed branches, my legs


cobwebs, and my hair cubes of chestnut leaves.


My eyes stones, my ******* swings, and my entire


skeleton a ladder for divine, wingless birds,

and I no longer knew where I was.






Then the moon came to me quietly again, and I


once more went into ecstasies of balance on its back.


I started kissing it. I kissed it all the way,


and my fingers penetrated into its cell mass.


It left me on a home seashore, on top of a rock, while it,


a shadow of its former self,

dived into the frozen waters and disappeared.










ADIEU C






This time of night only a few cars are still on the roads.


At street corners: garbage and cats.


You’ve been away from me for years.


I become a shadow of your thought,

like the wind that in the dark


passes through the cracks and comes uninvited.


In your memory’s circle I’m also like a May wreath,

placed above your bed,


and I am burdened with monastic indulgence


and shallow seas and lagoons.


We were born in a golden cage,


hearing balalaikas and seeing dances,


thus you showered me with divine chestnut

gifts from head to toe.


But whoever hasn’t lived on earth,

can’t remember the evening clouds.


Now I offer my ******* to your two hands, so let us stay


right here, as on a Saturday, a day of rest, joy, day one.


How many times didn’t I call women

from other hours to take me


with them to quieter countries.


My limbs have become museums

for loved men and women.


When the sun rises again,

don’t ask it what you asked yesterday.


Get on a horse and go to earthen

graves before you are one with


roses, raisins, feathers, oils,

pine needles and fig milk….


It’s autumn, and

I had hoped to see you

passing in the distance.


The letters are neatly

stacked in the box of pebbles,

on top of which the fan.


Let everything rest as we say goodbye.


Io, mourns alone in the castle keep,

accustomed to ancient laws.


One last look at the large bedroom

and the narrow bed next to the window.










HESIONE






Shut in her room with the scent of roses


pounded with wet stones


picked one by one from the riverbank and shining still,


Hesione struggled to remove the clasps


which she placed on a piece of cloth weaved by her grandma.






Days later she lay in bed wrapped in a sacred vestment.


Secret hopes torpedoed her body


and for a moment removed the clasps from the groin.


All worthless.






People were buried nearby.


The freshly-dug graves smelled of tamarisks.


She and the Thoans scanned the sea.


Nothing reminded one of who she was and why she mourned.


She forgot all about Hercules, thurifications and joys never to be.


Now all worthless.


















Hesione: daughter of Laomedon, king of Troy, and sister of Priam.She was chained by her father on a rock to be


devoured by a monster in order to appease the anger of Apollo and Poseidon. Hercules promised to deliver her, for a reward of Laomedon’s wonderful horses, and killed the monster.

















REFUSAL






Throw the weak days away


for them to fight with vultures and win,


for all to be done quickly and brightly


like the most brilliant stars,


like the white nights,


when loves die and in the morning lovers split


with a pain between the eyes, between the ribs.


You and I shall fight together with

pleasures and appeals,


transient and futile changes.


The love I forsook to be with you first and alone,


doesn’t wait for the moon to rise


and retaliate for my deed.






I must be going now, before you realize t

hat I don’t really exist,


that I’m only light


casting its cells for the last time


on a human face.












MEMORY









The wind passed through the trees’ foliage.


Sandy, remote corners of no-man’s land.


Pine trees’ truncated branches.






A glance stands against every lover,


and yet last night I heard our song


as the full moon rounded the sky


and ever since passion instils twilight and dawn on my windows.






All is damp, and the wicker chair a trap.


I sought to fall in with the lines on the horizon,


and monstrous conches tattooed your face


on my white arms.


A seagull won’t be saved by sea food,


but from your hand, as you feign throwing


breadcrumbs slowly on the whitecaps.










OCCURRENCES





The ball of wool rolled beyond the hills and a cautious dog sniffed at it, ears drooping, like a gull resting on a briny wooden beam washed by the sea all day.



In the middle of the road corn undulated in the wind, and beyond stretched the sea. The nights all quiet in the last years of rainy glimmer. It was at this time that the corpse came to the front door of an old house and the windows rattled.


Then people, like a multicoloured incubus, turned their backs and took the alluring road of night.


The children came out of their homes and ran laughing through the back streets. In the hullabaloo so passed Carmen, neatly dressed. Her skirt was embroidered with crescent moons, and behind, for a belt, a trimmed mantilla, a tiny nest for lilliputian birds.













PORTRAIT








The black dress lying on the wooden floor.


Sweaty hands, earlobes frosted over.


You are incapable of mastering her unruly *******.


I see men’s eyeballs


adjacent to the outer world.


I look at the lips smeared with spittle,


the steaming nostrils, the bitten nails.


The bloated bodies have tightened the wedding rings.


The soles stretch heavily. All movements slow-footed.


Dead calm.













SISYPHUS



Man discovered his image on the lakes and was amazed.


At night, when the others had gone,


he ran in secret to see this face again


on moonlit waters, shivering all over.


I, too, a child of Sisyphus, search for my image in those


shining eyes hurrying by.


As they keep their eyelids shut, dry without the flow of tears


that bring messages of hope, I pour out short words, since


the lakes now seem far away, while the rivers and seas


no longer reflect my mien and colour.

















----


Love awaits me in your abyssal-like black armpit,


in your intimate parts, intoxicated by your fluids.


But for a couple of moonbeams below the brow, your countenance is dark.


Once I dreamed of art, now I study the art of love,


how to weave shoals in dreams at night.


I approach you with lascivious movements, and before me, one and only,


you lead me, at long last, to beauties and thoughts.






I really do look inhuman


standing as I am so far from you,


leaving you to look at me thoughtfully.















THE VOYAGE






The winding road I kick,


as a motionless stork in its nest.


On the ground chickens are hatching eggs


and ***** with their early crowing


recite a melody.


Breathless rose petals lie on my *****.


I walk on the red earth


and triumph follows me tracing muddy lines.


I belong to the generation that didn’t experience war.


On paintings and in books we came to know of sorrow,


O you, valiant ones!


And we, our lives plucked clover.


And the acacias look lonely, but not without a swarm of bees!


Up till now, my food was sprinkled with a deadly dust,


and Mary from Egypt shows me the Alexandrian grapes!














----






Everything amassed in the driver’s look.


Konstantínos or Dimítrios or Nikólaos or


Aléxandros.


Tríkala-Athens  Athens-Tríkala. The others around me are dozing;


the road alone keeps me company.






I saw lots of people in the village that evening.


The half-dark, half-lighted street hid a corpse.


They are lacerating the oceanic limbs of my beautiful beaux,


men I spent nights with, struggling in their embrace to uproot victory.


The stories from one thousand and one nights wanted me alone to stay awake!















STORY WITH AN END









I’ll tear up the paper and go back in history.


When I still hadn’t met you, in Columbus’ time.


For your sake I combed my hair, did the washing,


dried hankies and watered the hyacinth.


On the door hangs the cloth of expiation.


It’ll become dusty with time, and the junk dealer will charge for it as much as for a quick cup of coffee.










TURN






Turn round. There I am.


Next to the chair, by the stove.


On the first stair, at the slightly open door


that as you go to shut it, it shrinks back


and remains open.


I let you go


relying on what freedom?


The world is full of bodies,


mine, you’d say, was the enslavement of your soul.


And you with this face, only pressed to a woman’s breast


can I forget the yearning that sews me.


It was raining that summer, I recall.


I was aged twenty and you fifteen.










IN BRIEF






Flames are flaring  the end is near 


And you, far off, were thinking of me and touching your chest.


We here cannot hear the river boat’s whistle


bringing us tidings.


We await your return  why is the truce delayed 


and devilish, light-coloured time presses us

for pillow talk.


Come back  your presence is needed

 your gentle hands convey


life’s desires bound to end, and who knows

when we’ll find Pandora’s box 






The back room bears the odour of your body.


Scattered newspapers are yellowing like autumn leaves.


Here and there I make out letters. Your love letters


written in the same alphabet.










REPORT A






The velvet armchair’s pleats have changed shape.


The stitches, tiny loose openings over the worn calico.


An apple on the soiled material,

and all around light from the candle you just lighted.


The house is packed with people.


Delicious food and coloured drinks.


There’s no silver or gold or myrrh,


only your plain and proper gestures sap everydayness.
















REPORT B






I’ll start again from the first footprints,

the first nail scratches.






Sand-hewn swirls surrounded by spume.






On high, winged things pillory the truth.






Would that a wish rinsed human nature,


and the body of clay emitted bars of gold

of devotional gifts.






My short skirt hides my groin, snow

-white and plump,


with fine pink folds, soft and damp,

with a dripping light.


The soles’ throbbing beats time, restless beat


by pacing to and fro along the pavement.






Let us all together pitch into the waking

sound,each one a dead drunk Lazarus.






On the table a slice of bread cut by

an unknown hand,


and a jug of water standing in motion.

















REPORT C








The last days went by without your fiddling


with the creases on my ******,


your running up the stairs to grab my leg


on the last but one stair. I hold my hips still,


but no hips, hidden or not, escape you,


and now you squeeze me on your legs.






The smell of spilt ink has become one with the wind.


You’ll rediscover it as a cloud, a little darker

than the brown armchair.


Stubbornly surd, it drives you there to spend your life

in the companyof thieves, liars, persons dishonest,

lecherous, insane.

What is it that remained endless and

condemned me to write,


throughout my life, fairy tales for me to read?
MARIA PANOUTSOU Nov 2019
Avec notre passé pour guide
On se devrait d'être lucide.....


Η πιο αληθινή χειροπιαστή  στιγμή/ ενός  έρωτα έιναι το τέλος του /

αυτό  το κενό / στον χώρο του  διαφράγματος/

η ελευθερία  και το άγνωστο που περιμένει/  όσους  ζήσανε για λίγο μαζί/

ένας κόσμος άγνωστος /που μπερδεύεται με τις αναμνήσεις/

ο πόθος που  δεν  τελιώνει /και σαν χταπόδι  επιζητά το πνίξιμο του κορμιού/

όμως  η απελευθέρωση  / που ακολουθεί είναι ένα δώρο  άδωρο/

καθώς   η μνήμη πιο ισχυρή και από τον έρωτα/
μπερδευύεται στα πόδια μας τις  νύχτες/

και σβύνουν της μέρας /κάθε προσπάθεια για  σιγή/
Μαρία Πανούτσου Νοέμβριος 2019
167 · Jan 28
alone
και στην πρώτη κραυγή
και στην τελευταία
και στον δρόμο
που μας αναλογεί
μόνοι
μόνη μαζί με άλλους
τι φρίκη συμπόρευση
στο κύμα στην ακροθαλασσιά ναι
κάθε μεγάλη στιγμή καταδίκη μου
και κάθε πικρή στιγμή του διαβόλου που με κυβερνά
και οι άγγελοι μαζί και αυτοί αχταρμάς από άυλη ύλη
μόνο μια ενέργεια μένει να αγαπήσω έτσι  το τίποτα
2023-2024 new  selectionn
Next page