Submit your work, meet writers and drop the ads. Become a member
 
Αυτός ο μέγας /

στον ίσκιο  των αγαλμάτων μαζί μου /

τον έπεισα/

και δάκρυσε /

έστω και μια φορά/



Της αποδοχής το άσμα

La mort est la fin

d’un amour profond



Ίσκιους/  ω….  εσείς/

επισκέπτες της νύχτας/στις μνήμες των ανθρώπων/

μέρα/τους αποδιώχνομε το χέρι/

σούρουπο/με  το δόρυ της μιας όλβιας χώρας/

ψηλαφώ τα μελλούμενα /κοιτώντας τα χέρια μου/

φλέβες /που τελευταία  διογκώνονται/

ως νεοσσοί υγρών βουνών/



πίσω στα πεπραγμένα

ω..  τα πεπραγμένα

με σκεπτικισμό

και γοερούς παλμούς/

γυρνώ  στην  νοσταλγία /

για κάτι  απροσδιόριστο/



μια καρδιά που είναι να σπάσει/

ας σπάσει  στο στέρνο σου/

ω… μέγα/

κοιτώ γύρω για ρίζες/

ψάχνω να βρω/

τις λέξεις/

λέξεις  καρφιά/

ματιά / ματιά / που διαπερνά

και στρώνει την υποταγή/

σαν ένα πέπλο

από ψιθύρους  γοερούς/



θα βυθίσω στο χώμα/

νύχια και γλώσσα/

αφήνοντας  οσμή  να με διαχέει/

σιωπηλά στην αιωνιότητα/



ένας άλλος  Οδυσσέας/ που η μνήμη του/ ταξιδεύει

μέχρι εκεί που δεν φτάνει ζωντανή κόρη ματιού/



έτσι  θα βυθιστώ/ σε συλλογισμό /πριν ολόκορμη με πάρει/ η οργή/



που έρχεται από  εκείνη την στιγμή/που ο ουρανός ήταν μαύρος/

λήθη μιας γαλάζιας  επιφάνειας/



ας αλυχτήσω σαν τους λύκους των παιδικών μου φόβων/



οι τωρινοί  εραστές των ονείρων μου/πόσο  τους μοιάζουν/



αχ αϊτέ/  με άφησες  σε μια ανυχτωσιά  χωρίς απάγκιο /

κάτι σαν ένα  δένδρο ξεριζωμένο  και πεταμένο  στο πλάι/

έτοιμο για κοπή για λεηλασία/



λιποθύμησα στα χέρια σου θάνατε  θυμήσου/

και εσύ/ Αυτός  ο Μέγας/ όπως σε ονομάζω/

με άγγιξες απαλά στο μάγουλο και ψιθύρισες

με την μοναδική φωνή σου/

ερασιθάνατη εσύ/ μη αμφιταλαντεύεσαι/



και τότε με άφησες να πέσω  στο χώμα/ μ’ ένα γδούπο/

σ ‘ ένα χώμα  καφέ πιτσιλισμένο  με σπόρους/

που τρέφουν  ζώα κι’ ανθρώπους/

με κρατούσες με  μάτια  κλειστά χωρίς βία/

μα με  μια μελωδία/  αχόρταγη απ’ την καρδιά σου/

πιέζοντας τις αρτηρίες/ και γλίτωσα/



εκεί με άφησες  απαλά  με ένα σημείωμα/

γραμμένο από το αίμα σου /που μύριζε σκουριά και λιβάνι

και αναρωτήθηκα μα  είναι ζωντανός ο θάνατος/

έχει καρδιά έχει  και φλέβες σαν τις δικές μου/



καθώς διάβαζα με δυσκολία  το γραμμένο στίχο/

μιας μοναχικής καρδιάς που λιποψυχά  σε κάθε απώλεια/

και θυμάται τότε που ήταν ένας άγγελος/



και πετούσε πάνω από βουνά και θάλασσες /



πάνω από λίμνες και  πεδιάδες/

και από το στόμα του  έβγαιναν μόνο  νότες/

ήχοι από  ένα κόσμο που μόλις  είχε γεννηθεί/

και με ρωτούσε αν ήθελα να ακολουθήσω/

να γίνω και εγώ θάνατος/  να  παίρνω ψυχές/



συνέχιζε στο γράμμα/

να  λέει τι με περιμένει  από τότε που γεννήθηκα/

με βάφτισαν μόλις γεννήθηκα/

γιατί  κάτι έδειχνε πως πέθαινα  από κάτι ξαφνικό/

και πάλι στα 13 μου χρόνια όταν μια μέρα με πυρετό

και ενώ κοντά μου ήταν οι γονείς/

τους κοιτούσα και ένοιωθα στο στόμα μου χώμα / χώμα σας λέω

χωμάτινο  χώμα/ και μόνο χώμα/

ξερό και πικραμένο και ξεροκατάπινα χωρίς να καταλαβαίνω/

τότε πάλι  με θέλησε κοντά του/ αυτός ο μέγας/

διάβαζα το γράμμα και δεν ήξερα πιο πολλά από πριν

μόνο έτρεξα να μιλήσω  σ έναν άνθρωπο σε οποιονδήποτε σε έναν άνθρωπο

ακόμη   με ανάσα/ εκπνοή  και εισπνοή  στα πλευρά του/



να πω  κάτι  απλό όπως καλή μέρα σας/  τι κάνετε/ ο καιρός είναι καλός σήμερα/ αλλά είπανε πως αύριο θα ψυχράνει/  θέλετε να καθίσουμε να πιούμε κάτι  να πούμε κάτι/και  ονειρευόμουν την στιγμή αυτής της απλής  επαφής/ το έσω μου μίλησε και είπε/ και με ρώτησε για τα πουλιά/ τα νησιά/ τις πόλεις και τα ακρωτήρια/ τις λεμονιές και τα μπαλκόνια/ τους λόφους  και τις  ακρογιαλιές/ τα σιντριβάνια  τα τριχωτά στήθια/ τα υγρά  χείλη/ τα μαλλιά στον άνεμο/



ημέρεψα με τόσες ερωτήσεις/ και άρχισα να  τις μετρώ /ένα εκατομμύριο  και ένα/ και δυο/ και τρία και/ τέσσερα και πέντε/ και έξι και επτά/

και τότε σταμάτησα και σκέφτηκα  τα  κομμάτια μάρμαρο που είχα μαζέψει από την λόφο  της Ακρόπολης  /κάποιο καλοκαίρι

που είχα ξεχάσει ότι μια μέρα θα  πρέπει να επιστρέψω/εκεί από όπου είχα έρθει / τότε ακόμη δεν τον γνώριζα Αυτόν τον Μέγα / και  δεν ήξερα την δύναμη του  αλλά ούτε και την δική μου/ δεν ήξερα πόσο δεμένη ήμουν με όλα όσα  άρχισαν να με  ακουμπούν  /  το μυαλό / την  καρδία/ και  το κορμί/

πόσο τα μάζευα με στοργή /εγώ  η άλλη  /αυτή / που τώρα μόλις αρχίζω να  ακροαγγίζω/  με  πίστη και  πάθος/ και εσύ   Ω! Μέγα κόψε με κομμάτια/  σάρκινη παντιέρα στις Κυκλάδες  το κορμί μου/



μην μου κόψεις τις ρίζες μόνο/

αυτές που   ρίζωσαν μέσα μου  από την ιστορία της μάνας  και του πατέρα/

από τους μύθους της οικογένειας/

από τους μύθους αυτού του τόπου-

μια στάλα γη  είναι η γης μου –

μην μου την πατάτε –

αφήστε  τις μνήμες να είναι η καταγωγή αυτής της θαλασσόπυκνης   εστίας/

να είναι  η παραγωγή των αιώνων/

μην  την αφήσετε να την πνίξει ο όλεθρος/

διαβολικά μυαλά  του ανθρώπου  εσείς/ altermioego/



εσύ  Μεγάλε δικέ μου φίλε / Αυτός/ όπως   σε ονομάζω/

που με την σύλληψη μου  ήσουν εκεί  να φέγγεις την δημιουργία των κυττάρων μου/

σε ένα ανυποψίαστο θαύμα να χαμογελάς με νόημα/ αγαπημένε φίλε σύντροφε/



γύρισε πίσω την ιστορία για μένα μόνο /Δωροθέα ονόμασε με και  πάρε με μετά/μόνο τις ρίζες φύλαξε αυτού του τόπου  /του τόπου μου/ δεν έχω να σου προσφέρω  αντίδοτο στον δικό σου πόνο/ που αρχίζω να τον αισθάνομαι/   πάρε ένα  κομμάτι μάρμαρο που μάζεψα μηχανικά   κάποιο ζεστό μεσημέρι  στης Ακρόπολης   τα μέρη/ξεδίψασε  μ’ αυτό/





ή  με/ το  θανατερό   υγρό/  αυτό που χύνεις  σταλαγματιά σταλαγματιά/τον πόθο για φευγιό /στα μάτια των έτοιμων  από καιρό/ και μένα/ σύρε με μέχρι  το τέλος με το  ήχο από  τους θρήνους  των  κατατρεγμένων/ και το τραγούδι των παιδιών/ όταν  πλατσουρίζουν  σε νερά μαγικά/ και φαντάζονται την ζωή να κυλά με χορούς και φτερωτά γεμάτα  χρώματα

εμένα περίμενες να σου πω / πώς να φευγατίζεις τους ανθρώπους; / αχ!εσύ /αγαπημένε/ δεν  έχειςμάθει τίποτα από τόσους  θανάτους/ μου βούλωσες το στόμα από την αλήθεια/ με ξένεψες  από την αγάπη/ αρχίζω  και σε καταλαβαίνω/  καταλαβαίνω τι  θέλεις να μου πεις/ καταλαβαίνω/ τις λίγες φευγαλέες στιγμές/ που ήσουν ηρωικά  επίγειος και όλα  ξεκινούσαν από  το μηδέν/θα  σου αφιερώσω  ότι αφιέρωσα στην ζωή / το ίδιο και σε σένα/μια αγκαλιά/



χωρίς καν λογισμό/ εκεί  που όλα ετοιμάζονται να ρίψουν τις κραυγές τους/

ιαχή  μια παροδικής ευτυχίας/

να που  προβάλει ανίκητος ο έξω από δω/

με την παρέα του/ας γίνουν όλα όπως πρέπει να γίνουν/

αφού  μόνο να βλέπουμε έχει μείνει/

χωρίς να καταλαβαίνουμε/

σταματάτε  να μιλάτε/ δεν υπάρχει φωνή μέσα σας/

ακούστε  τον άνεμο/πως πιέζει  το σώμα μας/

πως  αφήνει   επάνω μας γραμμές /μικρές ιστορίες/



δεν κουράστηκες καλέ μου να με προσέχεις/

αφού μόνο εσύ μπορείς να κόψεις  την ανάσα μου/

κομμάτια   μιας νυχτιάς με το σούρουπο να γέρνει

από το τελευταίο μου βλέμμα/ μια μικρή αστραπή/



θα  σε ονομάσω  τέλος  με το όνομα σου

θα σε αποκαλύψω όπως εσύ αποκαλύπτεις/

όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου

που λιγότερο ή περισσότερο/ σε θέλησαν

σαν ένα φτερό που ταλαντεύεται και κερδίζει το βλέμμα/

σε αγάπησαν  τότε  μπορούν να   σε φωνάζουν με το όνομά σου

Ω!  Mέγα

Μαρία Πανούτσου
Dedicated to the writers
Skaribas Giannis
and Nikolay Gogol



Αχ κύριε  Ακάκιε


Φτηνό και γκρι/ ίδιο λαδί/

από  την πόλη την παλιά/

παλαιό παλτό/ όλα παλαιά/

στις τσέπες βρήκε ένα μικρό/

ένα μικρό τόσο μικρό/ πουγκί/

άδειο κι αυτό/ πολύ  παλιό/

είχε αδειάσει το σπίτι να βρει/

ζεστό  ρούχο να κοιμηθεί/

δεν είχε χρήμα/ δουλειά δεν είχε/

την πίστη ακόμη μόνο κρατεί/

μια πόλη δική του /παλαιά και αυτή /

μια νύχτα βγήκε αργά/ να  δει/

το τέλος της μέρας / τον ερχομό/

εκεί σεργιάνιζε/ με το λαδί παλτό/

περπάταγε κι έλεγε ως μονολόγημα/

πότε θα φτάσει μέχρι εκεί /

εκεί /που τον περίμενε / δεν ξέρει τι/

σκεπτόταν την τάξη/

που πάντα ποθούσε/

μα και δεν την μπορούσε/

και έτσι τελείωνε η κάθε του μέρα/

μια από αυτές / κι η τελευταία /



Σημείωση

Ποια μέρα και ώρα ήταν / κανείς δεν ξέρει, πάντως τότε που αρχίνησαν τα χρώματα / στον Νεβά να φαίνονται  κι ήχοι σε ασίγαστο ρυθμό στην πόλη να πληθαίνουν.



Μαρία Πανούτσου  Αθήνα  27/10/2024
Dedicated to the writers Skaribas Giannis and Nikolay Gogol
Οδοιπορικό Ά

Καθώς στερεύουν τα πηγάδια της συνείδησης, είμαστε εκτός ορίων

Εκείνες ήταν ανελέητες, ωχρές από μανία, στεγνές, χωρίς καρδιά, θηλυκά με μύξες στα μάτια τους, αντί για φως και φωτιά. Είχαν ένα μάτι στραμμένο στο εαυτόν τους και ένα άλλο μάτι στο πλάι να κοιτά πλάγια τους άλλους να αντιπαλεύει το ένα το άλλο. Δεν έμοιαζαν καν με μονόφθαλμο αλλά με ένα τέρας χωρίς πρόσωπο, με εκφραστικούς μύες που δήλωναν την απαξίωση, την απόλυτη και σκληρή απαξίωση του θηλυκού, με το σώμα τους αραχνιασμένο, με ένα και ένα ακόμη ίσον δυο, μάτια – τρύπες, ασύμμετρες θολές, να κοιτούν σε κατευθύνσεις αντίθετες, σε ένα κεφάλι που γυρνούσε γύρω -γύρω σε ταχύτητα ασύλληπτη, για να μην χάσει καμία όψη του κόσμου την ίδια χρονική στιγμή. Η έχιδνας όψη τους, γεννούσε σιχασιά πιο πολύ, παρά φόβο.

Τις ονόμαζαν γυναίκες και γεννούσαν παιδιά όλα αγόρια που τα σκότωναν με την γέννηση τους. Αν έφερνα στο κόσμο θηλυκά τα στιγμάτιζαν με την πρώτο κλάμα. Ερχόντουσαν σε επαφή με τους άνδρες που είχαν απομείνει στο κόσμο, κάτι γέρους με πέη δύσοσμα αλλά ακόμη ενεργά. Πήγαιναν βράδυ μαζί τους χωρίς φεγγάρι ή καταμεσήμερο με τον ήλιο κατακόρυφο να τους καίει τα απαίσια κορμιά τους και τους βίαζαν. Τα μωρά που δεν ήταν πια μωρά, ζητούσαν απεγνωσμένα να βυζάξουν από τα στήθη των μανάδων τους, που δεν ήταν πια μάνες, αλλά ακέφαλα τέρατα. Δέος καθώς μπρούμυτα τα παιδιά βύζαιναν τα στήθη χωρίς γάλα.

Οι κοπέλες που επέζησαν και δεν συμφωνούσαν με το είδος της καταστροφής του γένους, που επέβαλλε η πλειονότητα των γυναικών, έκαναν ότι μπορούσαν για ν’ αφανίσουν τις γυναίκες αυτές και τους γέρους άνδρες και στραγγάλιζαν τα στιγματισμένα θηλυκά, με στόχο να μην δοθεί καμιά επιπλέον διορία.

Μαρία Πανούτσου

Από την ανέκδοτη σειρά σύντομων αφηγημάτων: «Αλληγορίες»
Τετάρτη, 28 Σεπτεμβρίου 1966
( surrealistssalonik  Κατηγορίες,Προς τιμήν του Αντρέ Μπρετόν 

 25 Σεπτεμβρίου, 2018)




Αγαπητέ Andre


Αναρωτιέμαι

Αναρωτιέμαι/η μυρωδιά της μασχάλης σου/

θαμπορούσε να  με ζήσει και μόνο..



Αν η ρωμαλέα  σκοτεινιά /που αντικρίζω  στα σκέλια σου/ τα μάτια μου να’βλεπαν και μόνο/



Αναρωτιέμαι  τι είναι αυτό που κατέχεις/ και  που εμένα μου λείπει /



Αναρωτιέμαι /αν τα δυο χέρια  και τα δυο  σου χείλη / μπορούν να κρατήσουν  ορθό / ένα σώμα/



Αναρωτιέμαι/ αν η τροφή σου είμαι εγώ  /και μπορώ   την πόρτα της καρδιάς  σου  /ανοιχτή να κρατώ/

τι θα μου’λεγες τις νύχτες του χειμώνα /





Αναρωτιέμαι γιατί σε κάθε σου λέξη /βρίσκω ένα   πούπουλο  σε χρώμαωχρό/

να γαργαλάει το  δέρμα μου  /έτοιμο  κι’ αυτό/ να σου δοθεί/

Αναρωτιέμαι/

γιατί  / αφού  σ’ αγγίζω/ μια βελόνα είσαι θανάτου/





Πράξεις

Θα μπορούσα να γευτώ  την σάρκα σου στα δόντια μου/ και το αίμα σου να ρέει  πάνω στο σώμα  μου/ δροσιά αιώνια /θα μπορούσα/



Τo ακούμπημα στο στήθος μου/  επάνω στην κοιλιά /ανάμεσα στα πόδια μου/ να  σε  κρατά  σφικτά/



Σ’ ένα κουτάκι ζωγραφισμένο με μελάνι / έβαλα  λίγο από τα υγρά σου / χθες/καθώς  άφηνες  ζεστό ένα σώμα  /   και με τον χρόνο/ κεχριμπάρι θα γίνει/ κόσμημα/ένα προσκύνημα/ στο λαιμό/ στο στέρνο  μου /σημάδι βαθύ/

Άφησε τον χρόνο να περάσει επάνω μας αγαπημένε μου /ν’ αφήσει μια γραμμή /ατέλειωτου πόθου/  να σε κρατά  από’τα  χέρια και από τα’ πόδια/ να σε κρατά απ’ τα σπλάχνα/ απ’ το μήλο του Αδάμ  /να σε κρατώ / και να μη μου φτάνει/



Προς τα πού  είναι η ανατολή και η δύση  πες μου /να στείλω  μηνύματα και ξόρκια / ν’ αφανίσω ότι αγάπησα/



Επίλογος



Je  suisune femme  amoureuse

une femme/ totalementheureuse/

ettotalementtsiste

Viens: de:

PRENDRE

ENTRE

COMPRENDRE

RE- JOINDRE

DEFENDRE

VENDRE

ATTENDRE,

PRETENDER



Andre
Ο ΈΡΩΤΑΣ  ΕΙΝΑΙ ΔΆΝΕΙΟ.  ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ



Μαρία Πανούτσου
Πρώτη  εκδοχή  του ποιήματος
Αγαπητέ Andre



Αναρωτιέμαι



Αναρωτιέμαι,



αν η μυρωδιά της μασχάλης σου,



θα μπορούσε να  με ζήσει και μόνο.



Αν η ρωμαλέα  σκοτεινιά,



που αντικρίζω  στα σκέλια σου,  



τα μάτια μου να’ βλεπαν και μόνο.



Αναρωτιέμαι,



τι είναι αυτό που κατέχεις,



και  που ’μένα μου λείπει.



Αναρωτιέμαι,



αν τα δυο χέρια  και τα δυο  σου χείλη,



μπορούν να κρατήσουν  ορθό ένα σώμα.



Αναρωτιέμαι,



αν η τροφή σου είμαι εγώ  και μπορώ,



την πόρτα της καρδιάς  σου, ανοιχτή να κρατώ,



τότε, τι θάλεγες τις νύχτες του χειμώνα.



Αναρωτιέμαι,



γιατί σε κάθε σου λέξη,



βρίσκω ένα πούπουλο  σε χρώμα ωχρό,



καθώς γαργαλεύει το  δέρμα.



Αναρωτιέμαι,



γιατί  αφού  σ’ αγγίζω,



μια βελόνα είσαι θανάτου.



Πράξεις



Θα μπορούσα να γευτώ  στα δόντια μου,



πρώτα την σάρκα σου.



το αίμα να ρέει πάνω στο σώμα  μου,



δροσιά αιώνια, θα μπορούσα.



Τo ακούμπημα,  στο στήθος



επάνω στην κοιλιά,



κι’ ανάμεσα στα πόδια.



Σ’ ένα κουτάκι ζωγραφισμένο,



μελάνι εδώ κι’ εκεί,



λίγο από τα υγρά σου



σπονδή και νόστος,



χθες, καθώς  άφηνες  ζεστό ένα σώμα,  



κεχριμπάρι θα γίνει,



κόσμημα, προσκύνημα,



σημάδι βαθύ.



Άφησε τον χρόνο αγαπημένε,



χαράζει,  ουράνιο τόξο,



ατέλειωτου πόθου,



στα  χέρια, στα πόδια,



στα σπλάχνα, στο μήλο του Αδάμ,



και σε κρατά.



Προς τα πού δύει ο ήλιος,  



το τελευταίο μήνυμα να στείλω.



Επίλογος



Je  suis une femme  amoureuse



une femme  totalement heureuse



et totalemen tsiste



Viens: de:PRENDRE



ENTRE



COMPRENDRE



RE- JOINDRE



DEFENDRE



VENDRE



ATTENDRE,



PRETENDER



Μαρία Πανούτσυ



2019  Αγαπητέ Andre Β΄ εκδοχή σε συνεχή εξέλιξη







https://surrealistsalonik.wordpress.com/2018/09/25/τετάρτη-28-σεπτεμβρίου-1966/  H ΠΡΩΤΗ   ΕΚΔΟΧΗ
και στην πρώτη κραυγή
και στην τελευταία
και στον δρόμο
που μας αναλογεί
μόνοι
μόνη μαζί με άλλους
τι φρίκη συμπόρευση
στο κύμα στην ακροθαλασσιά ναι
κάθε μεγάλη στιγμή καταδίκη μου
και κάθε πικρή στιγμή του διαβόλου που με κυβερνά
και οι άγγελοι μαζί και αυτοί αχταρμάς από άυλη ύλη
μόνο μια ενέργεια μένει να αγαπήσω έτσι  το τίποτα
2023-2024 new  selectionn
MARIA PANOUTSOU Oct 2023
ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΟ

  Όχι άλλες αλλαγές προς
                                
  το παρόν παρακαλώ…..


α,

ολούθε πυκνό σύννεφο
μέσα ένα άδειο φλιτζάνι του καφέ
στο πιάτο ένα  ψίχουλο

έξω μια αδιαφορία
παραδίπλα ένα άδειο αυτοκίνητο
στον ουρανό ο ουρανός

στα σκουπίδια πεταμένα ρούχα και μποτίλιες
στο πεζοδρόμια μια ανατριχίλα
στην πλατεία ο κόσμος ελπίζει

στα μάτια μου ένα φως περιμένει
στα χέρια μου ένα χάδι έμεινε μετέωρο
στα πόδια μου μια ασάλευτη διαδρομή

στο μυαλό μου όλη  η γης
στη καρδία μου ένα χαμόγελο ενός αγνώστου
στο σώμα μου η ζωή

όλα είναι στην εντέλεια
δεν επιθυμώ να αλλάξει τίποτα
αυτός ο κόσμος είναι  ο δικός μου


εκεί πέρα μακριά μυρίζει κάτι άσχημο
εκεί πέρα από τον ορίζοντα βλέπω ένα πεσμένο σώμα
εκεί πέρα από κάθε  όριο ακούω ένα βρόγχο

επίλογος.





β.

                                 Προμη- θεϊκή γυναίκα  



                           εγώ… και η άλλη πλευρά του φεγγαριού »



As τελειώνουμε με αυτό το βάσανο/αυτό το βάσανο / ας το αφήσουμε πίσω /να μας κυνηγά και να μην μας φτάνει/

μαμάδες/ μπαμπάδες/ αδέλφια/ το σόι/και την κοινωνία μαζί / και εσείς οι άλλοι (les autres ) /η κόλαση του Δάντη/αυτό το μπέρδεμα. .. paroles …paroles…

ποιος έχει την δύναμη να ξεδιαλύνει /την ‘Κόπρο του Αυγεία’   ας αρχίσαμε λοιπόν / από την ώρα του Αδάμ και της Εύας/ και ας έχουμε για βάρος το δικό μου μόνο /

να σέρνω στις πλάτες μου /το μόνο αμάρτημα/της ανθρωπότητας / σαν τον άτλαντα/ και σαν τον Προμηθέα εγώ/μόνο εγώ /Προμηθεϊκή γυναίκα εγώ,  

αφού έτσι το θελήσατε  εσείς/ οι αρσενικοί αυτής της γης /να είναι το δικό μου /και του καημένου του φιδιού/το φταίξιμο/τι σας έφταιξε και αυτό το καημένο το φίδι..



ας μιλήσουμε για την  άλλη πλευρά λοιπόν  την πλευρά που συρρικνώνεται κάτω από τις φιοριτούρες του SAVOIR VIVRE  και επειδή ο ‘ άλλος ’  δεν είμαστε εμείς / και για να γίνουμε  ‘ ένα ’ / ο έρωτας έρχεται και  ταπεινώνει με ορμή ότι κατέχουμε / όμως / μέχρι να καταλάβουμε τι συμβαίνει/ έχει φύγει ο έρωτας και είμαστε πάλι όχι ταπεινωμένοι / αλλά και μόνοι/



γ.

Εύα ένα δένδρο και μια ευχή

Πανδώρα

Ένα κουτί και μια μικρή σαύρα
2018-2019
Next page