Submit your work, meet writers and drop the ads. Become a member
 
Αφού δεν στάθηκα ικανός να κάνω λογικούς τους ανθρώπους
προτίμησα να  ζήσω ευτυχής μακριά τους
Βολταίρος








η σκιά μου, με ακολουθεί

στις φτερούγες μου επάνω



η θάλασσα από μακριά,

στέλνει την ευωδιά της



ένα καράβι, στο χρώμα της ώχρας

αργοπλέει με  ησυχία



ο χρόνος ο άχρονος με επισκέπτεται

τελευταία



μοιάζει

με κάτι, που οι άνθρωποι

το αποκαλούν ευτυχία



προσευχές και αμαρτήματα,

προπορεύονται της αγάπης



σαν να  στερεύουν οι έννοιες

αλλά,  όχι.







Μαρία Πανούτσου
Ποιήματα  αδημοσίευτα 2016-2025
Μαρία Πανούτσου, Το μπορντέλο


γνώρισα
ανθρώπους χωρίς ρίζες
χωρίς την μνήμη της γης
χωρίς τα νερά
που γλύψανε τις πατούσες
των προγόνων τους
χωρίς τον απέναντι
που μας κοιτά
με μάτια όλο προσμονή
για ένα
μικρό έστω θαύμα
νοερά

γκιζεράω στους δρόμους
και ρουφώ κατευθύνσεις
του ορίζοντα
καθώς απλώνω το χέρι
για ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα
με το αεράκι

στο μάθημα της ιστορίας
δεν συγκροτούσα ημερομηνίες
αλλά δράσεις και πρόσωπα
αποφάσεις και αιματοχυσίες
ξεδιψούσα με τις σημαίες
που κρεμιόντουσαν
σχισμένες στα μπαλκόνια
εκεί μαζί κι οι άνθρωποι
ξαπλωμένοι στα πλακόστρωτα

κάποτε έγραψα σε μια έκθεση ιδεών
τον λόγο
που οι πράξεις των αριθμών
δεν είναι για μένα
αλλά το απέραντο του κόσμου
το νεφέλωμα και η δίνη

την ίδια εποχή σκεπτόμουν τα μπορντέλα
πως τάχα ήταν χώροι ελευθερίας
ήθελα την πόρνη
χωρίς την πράξη
που έκανε
το οίκημα χωρίς
την συνεύρεση ανθρώπων

τα δεκαέξι μου χρόνια ονειρευόντουσαν
το αναποδογύρισμα του κόσμου
γι’ αυτό αγόρασα του τόμους της ιστορίας
σε τιμή ευκαιρίας και πέρασαν τα χρόνια
μέσα σε εικόνες ενός τσίρκου

στο τέλος όλα τα φαντάστηκα
και χώρους και μυρωδιές και πρόσωπα
και λόγια και πίστεψα σε ένα θέατρο σκιών
ώσπου μια μέρα άδεια απ όλα
και με ένα τσουβάλι αναμνήσεις
αποφάσισα ότι είμαι
απλά ένας ακόμη άνθρωπος
και επιτέλους ησύχασα.

τότε ήταν που βροχή ήταν βροχή
ο ήλιος, ήλιος
το φαγητό, φαγητό
το σκέπασμα, σκέπασμα
το τραγούδι, τραγούδι
η φωτιά, φωτιά
η αβύσσους, άβυσσος

κτλ κτλ κτλ

τότε ήταν που πεθύμησα

ένα βιβλίο να είχα ένα βιβλίο μονάχα για όλη μου την ζωή


EPILOGE


οι ανίσχυροι
ζώα γυναίκες παιδιά έγχρωμοι μειονότητες ανάπηροι
μετανάστες άποροι…

Αθήνα 2020-25
or  Μπρούκλιν  side


Τρεις εικόνες



α.

Η Φράνσι Νόλαν* έκανε μια γκριμάτσα

Την Φράνσις  την πίστευα

Πιστεύω όταν κάποιος

Χύνει τον καφέ του

Πετάει το φαγητό του

Βγαίνει στο δρόμο γυμνός







β.

Σε ένα δρομάκι του Μπρούκλιν σκιασμένο από ένα ψηλό κτήριο



Με βρήκαν μια νύχτα να κάθομαι σε ένα πεζούλι ανέμελα



Δεν μετρούσα τις ώρες ούτε κοιτούσα τον έναστρο ουρανό



Ήμουν από μακριά  εκεί φερμένη





γ.

στον δικό μου τόπο

τα πουλιά μόνο ακόμη ελπίζουν

οι δικοί μου άνθρωποι

δεν ξέρουν να χαμογελούν

έχουν τα μάτια κάπως κλειστά

κι οι φούχτες των χεριών πρησμένες

κάτω από το ρούχο τους πληγές

και ένα ψέμα πάντα για  ασφάλεια

στο στόμα τους ώριμο κρέμεται να πέσει









©Μαρία Πανούτσου 2025
Η Φράνσι Νόλαν είναι ηρωίδα από το μυθιστόρημα ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν της Μπέττυ Σμίθ (Betty Smith).
Στον Θεόδωρο Μπασιάκο



α
 
έφυγε το πουλί
τα ψίχουλα στο πρεβάζι
 
ένα φτερούγισμα ακόμη
μια τελευταία ματιά
 
δεν αντέχεται ο πόνος
της πραγματικής αγάπης
 
αφήστε με να το πω
με τον πόνο αυτόν
 
κινώ ουρανό και γη
κινώ και τα όνειρα τα ξεχαρβαλωμένα
 
 
 
β
 
μου το υποσχέθηκες, θυμάσαι
με καθησύχασες, θυμάσαι
με απλά λόγια, θυμάσαι
 
τα λόγια είναι ο καθρέπτης
της κάθε διαδρομής
της ερώτησης και της απάντησης
 
τα χτενίζουμε τα λόγια
όμως αυτά ξεγλιστρούν
και λένε την δική τους ιστορία
 
 γ

 ξύπνησα – κενό
η εικόνα – καθαρή
 
πόσο μακριά χέρια είχες
πόσο μεγάλο στόμα είχες
 
πόσο μεγάλα μάτια είχες
πόσο μεγάλο στέρνο είχες
 
πόσο μεγάλη καρδιά είχες
για να με φτάσεις
 
 μα κι ο λύκος δεν είναι πια εδώ
 
δ
 
 η κοίτη στέρεψε. το κατάλαβες
ο ουρανός χαμήλωσε, το είδες
 
το νερό ΧΎΘΗΚΕ στο κράσπεδο
η νύχτα μίκραινε, μέρα με την μέρα
 
και εσύ πάνω στο ΆΛΟΓΌ ίδιος
Δον Κιχώτης, μας χαμογέλασες
 
 
Αθήνα 18/10/2020
να πως και
γιατί;
Το στόμα,
το χέρι,
το είδα που στάθηκε,
η απόσταση ( σε/ με ) προστατεύει
από μια αποτυχία

1
Μεγάλη εβδομάδα.
Μεγάλη Πέμπτη
και ο Πάτερ Σέργιος

Περπατούσε σε αγκάθια
τα πάθη σκορπίζουν την θέληση
ένα πουλί ξεπουπουλιασμένο
είναι
τα νοιώθει στα σπλάχνα του-
τα δόντια του- σαρκοβόρου πόθου
«πάθη που δεν ημερεύουν»
να λυτρωθώ, ν’ αναστηθώ θεέ μου
στα γόνατα παραληρούσε
να γαληνέψει η ψυχή της
που ξένη κι άσκουφη
χωρίς την θέλησή της
την αποδιώχνει απ’ την αγάπη
απ’ την στοργή

(“Ο Πάτερ Σέργιος” νουβέλα του Λ. Τολστόι)

2
κι οι πόλεις γίγαντες
τεράστιοι αχόρταγοι νοσηροί
πόσοι ερχομοί και τις αναχωρήσεις;
με πιάνω αδιάβαστη, δεν τις έχω καταγράψει
μόνο να, μια λαχτάρα κι ένα σβήσιμο
καθώς το σώμα ανοίγει για να δεχτεί το γεγονός
και να σκεφτείς.. δεν είμαι καν μια βάρκα
παρά σανίδα ξέμπαρκη

3

και στην πρώτη κραυγή
και στην τελευταία
και στον δρόμο
που μας αναλογεί
μόνοι
μόνη μαζί με άλλους
τι φρίκη συμπόρευση
στο κύμα στην ακροθαλασσιά ναι
κάθε μεγάλη στιγμή καταδίκη μου
και κάθε πικρή στιγμή του διαβόλου που με κυβερνά
και οι άγγελοι μαζί και αυτοί αχταρμάς από άυλη ύλη
μόνο μια ενέργεια μένει να αγαπήσω έτσι το τίποτα

4

Θέλω

α
Την ζωή που κανείς
πριν από μένα δεν διάβηκε

β
Την σιωπή που μιλάει και στάζει μόνο για μένα
σε αφώτιστα ακόμη αστέρια

γ
Και το σπασμένο κομμάτι γυαλί
που περιμένει την γυμνή μου πατούσα

δ
Την ίσκα -Phellinus igniarius- που μου τρώει τα σωθικά
και το φιλί μου για ένα φιτίλι

ε
Εσύ και εγώ
σαν μια θνητότητα που αναβάλλεται

ζ
Σαν ένα φυτό που αναρριχάται
σε συστροφή αιώνια

η
Νάμα που
δείλι και χάραμα με λούζει

θ
Κορμί δικό μου λένε πως είναι
δεν τους πιστεύω

κ
Τρυγώ την κάθε φλαμουριά που βρίσκω
και φλόμους γύρω από το σπίτι σπέρνω

5

Αγγίζω τους ανθρώπους από μακριά/
κάθε μου άγγιγμα /είναι μια στιγμή στην αιωνιότητα/
ένα χάδι στο μάγουλο /και ένα φιλί στο πηγούνι/
αγάπες που δεν εκφράστηκαν/ είναι το μέλλον του κόσμου/
αυτές μας κρατούν όρθιους/
Ένα πως και γιατί/
το στόμα/
το χέρι/
το είδα που στάθηκε/
η απόσταση (σε/ με) προστατεύει
από μια αποτυχία

Σημ.: Μικρή δική μου (της Μαρίας Πανούτσου) επιλογή ποιημάτων από το 2022-23.
Τιτιβίζει το κεφάλι μου
το κρατώ να μην σπάσει
ήχοι από ένα βαλς από μακριά

η θάλασσα που αρνήθηκα να με σκεπάσει
τώρα με καλεί για ένα τελευταίο ασπασμό
ξυπόλητη στην ζεστή άμμο περπατώ και σκέπτομαι

τι είναι ο έρωτας παρά η ανεκπλήρωτη επιθυμία
ή πιότερο η άρνηση με ό,τι η φύση περιπαίζει

και εγώ ως υπεράνθρωπος να ξεγλιστρά μακριά
μοναχικός, καθαρός, αγνός, σαν μια σκιά.

Αθήνα
Τα αφιερωμένα.
13/4/24
MARIA PANOUTSOU Dec 2024
Αυτός ο μέγας /

στον ίσκιο  των αγαλμάτων μαζί μου /

τον έπεισα/

και δάκρυσε /

έστω και μια φορά/



Της αποδοχής το άσμα

La mort est la fin

d’un amour profond



Ίσκιους/  ω….  εσείς/

επισκέπτες της νύχτας/στις μνήμες των ανθρώπων/

μέρα/τους αποδιώχνομε το χέρι/

σούρουπο/με  το δόρυ της μιας όλβιας χώρας/

ψηλαφώ τα μελλούμενα /κοιτώντας τα χέρια μου/

φλέβες /που τελευταία  διογκώνονται/

ως νεοσσοί υγρών βουνών/



πίσω στα πεπραγμένα

ω..  τα πεπραγμένα

με σκεπτικισμό

και γοερούς παλμούς/

γυρνώ  στην  νοσταλγία /

για κάτι  απροσδιόριστο/



μια καρδιά που είναι να σπάσει/

ας σπάσει  στο στέρνο σου/

ω… μέγα/

κοιτώ γύρω για ρίζες/

ψάχνω να βρω/

τις λέξεις/

λέξεις  καρφιά/

ματιά / ματιά / που διαπερνά

και στρώνει την υποταγή/

σαν ένα πέπλο

από ψιθύρους  γοερούς/



θα βυθίσω στο χώμα/

νύχια και γλώσσα/

αφήνοντας  οσμή  να με διαχέει/

σιωπηλά στην αιωνιότητα/



ένας άλλος  Οδυσσέας/ που η μνήμη του/ ταξιδεύει

μέχρι εκεί που δεν φτάνει ζωντανή κόρη ματιού/



έτσι  θα βυθιστώ/ σε συλλογισμό /πριν ολόκορμη με πάρει/ η οργή/



που έρχεται από  εκείνη την στιγμή/που ο ουρανός ήταν μαύρος/

λήθη μιας γαλάζιας  επιφάνειας/



ας αλυχτήσω σαν τους λύκους των παιδικών μου φόβων/



οι τωρινοί  εραστές των ονείρων μου/πόσο  τους μοιάζουν/



αχ αϊτέ/  με άφησες  σε μια ανυχτωσιά  χωρίς απάγκιο /

κάτι σαν ένα  δένδρο ξεριζωμένο  και πεταμένο  στο πλάι/

έτοιμο για κοπή για λεηλασία/



λιποθύμησα στα χέρια σου θάνατε  θυμήσου/

και εσύ/ Αυτός  ο Μέγας/ όπως σε ονομάζω/

με άγγιξες απαλά στο μάγουλο και ψιθύρισες

με την μοναδική φωνή σου/

ερασιθάνατη εσύ/ μη αμφιταλαντεύεσαι/



και τότε με άφησες να πέσω  στο χώμα/ μ’ ένα γδούπο/

σ ‘ ένα χώμα  καφέ πιτσιλισμένο  με σπόρους/

που τρέφουν  ζώα κι’ ανθρώπους/

με κρατούσες με  μάτια  κλειστά χωρίς βία/

μα με  μια μελωδία/  αχόρταγη απ’ την καρδιά σου/

πιέζοντας τις αρτηρίες/ και γλίτωσα/



εκεί με άφησες  απαλά  με ένα σημείωμα/

γραμμένο από το αίμα σου /που μύριζε σκουριά και λιβάνι

και αναρωτήθηκα μα  είναι ζωντανός ο θάνατος/

έχει καρδιά έχει  και φλέβες σαν τις δικές μου/



καθώς διάβαζα με δυσκολία  το γραμμένο στίχο/

μιας μοναχικής καρδιάς που λιποψυχά  σε κάθε απώλεια/

και θυμάται τότε που ήταν ένας άγγελος/



και πετούσε πάνω από βουνά και θάλασσες /



πάνω από λίμνες και  πεδιάδες/

και από το στόμα του  έβγαιναν μόνο  νότες/

ήχοι από  ένα κόσμο που μόλις  είχε γεννηθεί/

και με ρωτούσε αν ήθελα να ακολουθήσω/

να γίνω και εγώ θάνατος/  να  παίρνω ψυχές/



συνέχιζε στο γράμμα/

να  λέει τι με περιμένει  από τότε που γεννήθηκα/

με βάφτισαν μόλις γεννήθηκα/

γιατί  κάτι έδειχνε πως πέθαινα  από κάτι ξαφνικό/

και πάλι στα 13 μου χρόνια όταν μια μέρα με πυρετό

και ενώ κοντά μου ήταν οι γονείς/

τους κοιτούσα και ένοιωθα στο στόμα μου χώμα / χώμα σας λέω

χωμάτινο  χώμα/ και μόνο χώμα/

ξερό και πικραμένο και ξεροκατάπινα χωρίς να καταλαβαίνω/

τότε πάλι  με θέλησε κοντά του/ αυτός ο μέγας/

διάβαζα το γράμμα και δεν ήξερα πιο πολλά από πριν

μόνο έτρεξα να μιλήσω  σ έναν άνθρωπο σε οποιονδήποτε σε έναν άνθρωπο

ακόμη   με ανάσα/ εκπνοή  και εισπνοή  στα πλευρά του/



να πω  κάτι  απλό όπως καλή μέρα σας/  τι κάνετε/ ο καιρός είναι καλός σήμερα/ αλλά είπανε πως αύριο θα ψυχράνει/  θέλετε να καθίσουμε να πιούμε κάτι  να πούμε κάτι/και  ονειρευόμουν την στιγμή αυτής της απλής  επαφής/ το έσω μου μίλησε και είπε/ και με ρώτησε για τα πουλιά/ τα νησιά/ τις πόλεις και τα ακρωτήρια/ τις λεμονιές και τα μπαλκόνια/ τους λόφους  και τις  ακρογιαλιές/ τα σιντριβάνια  τα τριχωτά στήθια/ τα υγρά  χείλη/ τα μαλλιά στον άνεμο/



ημέρεψα με τόσες ερωτήσεις/ και άρχισα να  τις μετρώ /ένα εκατομμύριο  και ένα/ και δυο/ και τρία και/ τέσσερα και πέντε/ και έξι και επτά/

και τότε σταμάτησα και σκέφτηκα  τα  κομμάτια μάρμαρο που είχα μαζέψει από την λόφο  της Ακρόπολης  /κάποιο καλοκαίρι

που είχα ξεχάσει ότι μια μέρα θα  πρέπει να επιστρέψω/εκεί από όπου είχα έρθει / τότε ακόμη δεν τον γνώριζα Αυτόν τον Μέγα / και  δεν ήξερα την δύναμη του  αλλά ούτε και την δική μου/ δεν ήξερα πόσο δεμένη ήμουν με όλα όσα  άρχισαν να με  ακουμπούν  /  το μυαλό / την  καρδία/ και  το κορμί/

πόσο τα μάζευα με στοργή /εγώ  η άλλη  /αυτή / που τώρα μόλις αρχίζω να  ακροαγγίζω/  με  πίστη και  πάθος/ και εσύ   Ω! Μέγα κόψε με κομμάτια/  σάρκινη παντιέρα στις Κυκλάδες  το κορμί μου/



μην μου κόψεις τις ρίζες μόνο/

αυτές που   ρίζωσαν μέσα μου  από την ιστορία της μάνας  και του πατέρα/

από τους μύθους της οικογένειας/

από τους μύθους αυτού του τόπου-

μια στάλα γη  είναι η γης μου –

μην μου την πατάτε –

αφήστε  τις μνήμες να είναι η καταγωγή αυτής της θαλασσόπυκνης   εστίας/

να είναι  η παραγωγή των αιώνων/

μην  την αφήσετε να την πνίξει ο όλεθρος/

διαβολικά μυαλά  του ανθρώπου  εσείς/ altermioego/



εσύ  Μεγάλε δικέ μου φίλε / Αυτός/ όπως   σε ονομάζω/

που με την σύλληψη μου  ήσουν εκεί  να φέγγεις την δημιουργία των κυττάρων μου/

σε ένα ανυποψίαστο θαύμα να χαμογελάς με νόημα/ αγαπημένε φίλε σύντροφε/



γύρισε πίσω την ιστορία για μένα μόνο /Δωροθέα ονόμασε με και  πάρε με μετά/μόνο τις ρίζες φύλαξε αυτού του τόπου  /του τόπου μου/ δεν έχω να σου προσφέρω  αντίδοτο στον δικό σου πόνο/ που αρχίζω να τον αισθάνομαι/   πάρε ένα  κομμάτι μάρμαρο που μάζεψα μηχανικά   κάποιο ζεστό μεσημέρι  στης Ακρόπολης   τα μέρη/ξεδίψασε  μ’ αυτό/





ή  με/ το  θανατερό   υγρό/  αυτό που χύνεις  σταλαγματιά σταλαγματιά/τον πόθο για φευγιό /στα μάτια των έτοιμων  από καιρό/ και μένα/ σύρε με μέχρι  το τέλος με το  ήχο από  τους θρήνους  των  κατατρεγμένων/ και το τραγούδι των παιδιών/ όταν  πλατσουρίζουν  σε νερά μαγικά/ και φαντάζονται την ζωή να κυλά με χορούς και φτερωτά γεμάτα  χρώματα

εμένα περίμενες να σου πω / πώς να φευγατίζεις τους ανθρώπους; / αχ!εσύ /αγαπημένε/ δεν  έχειςμάθει τίποτα από τόσους  θανάτους/ μου βούλωσες το στόμα από την αλήθεια/ με ξένεψες  από την αγάπη/ αρχίζω  και σε καταλαβαίνω/  καταλαβαίνω τι  θέλεις να μου πεις/ καταλαβαίνω/ τις λίγες φευγαλέες στιγμές/ που ήσουν ηρωικά  επίγειος και όλα  ξεκινούσαν από  το μηδέν/θα  σου αφιερώσω  ότι αφιέρωσα στην ζωή / το ίδιο και σε σένα/μια αγκαλιά/



χωρίς καν λογισμό/ εκεί  που όλα ετοιμάζονται να ρίψουν τις κραυγές τους/

ιαχή  μια παροδικής ευτυχίας/

να που  προβάλει ανίκητος ο έξω από δω/

με την παρέα του/ας γίνουν όλα όπως πρέπει να γίνουν/

αφού  μόνο να βλέπουμε έχει μείνει/

χωρίς να καταλαβαίνουμε/

σταματάτε  να μιλάτε/ δεν υπάρχει φωνή μέσα σας/

ακούστε  τον άνεμο/πως πιέζει  το σώμα μας/

πως  αφήνει   επάνω μας γραμμές /μικρές ιστορίες/



δεν κουράστηκες καλέ μου να με προσέχεις/

αφού μόνο εσύ μπορείς να κόψεις  την ανάσα μου/

κομμάτια   μιας νυχτιάς με το σούρουπο να γέρνει

από το τελευταίο μου βλέμμα/ μια μικρή αστραπή/



θα  σε ονομάσω  τέλος  με το όνομα σου

θα σε αποκαλύψω όπως εσύ αποκαλύπτεις/

όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου

που λιγότερο ή περισσότερο/ σε θέλησαν

σαν ένα φτερό που ταλαντεύεται και κερδίζει το βλέμμα/

σε αγάπησαν  τότε  μπορούν να   σε φωνάζουν με το όνομά σου

Ω!  Mέγα

Μαρία Πανούτσου
Next page