Τα χρόνια περνούσαν,
τα καράβια πήγαιναν κι έρχονταν
μα στους κόλπους του…
δεν άραζε κανένα.
Άλλα περνούσαν και χαιρέταγαν
κι άλλα αδιαφορώντας την θάλασσα διαβαίναν,
κι όσα μέσα ήθελαν να μπουν
δεν χώραγαν στα ρηχά του τα νερά…
…το λιμάνι άδειο έμενε,
τα χρόνια περνούσαν
κι οι κόλποι του άδειοι παρέμεναν.
Μέχρι τη μέρα που ξάφνου
ένα καραβάκι έφτασε
μικρό μα και συμπαθητικό
στους κόλπους του ν’ αράξει.
Τα χαρτιά του όλα τέλεια
κι άδειες βγαλμένες,
το εμπόρευμα του πλούσιο
οι αποθήκες γεμισμένες.
Δεν το υπολόγιζε
το λιμάνι να γεμίσει,
μα μόλος δεν υπάρχει
άλλο καράβι... να χωρήσει.
Στην αγάπη που γεμίζει τις καρδιές μας