Οδοιπορικό Ά
Καθώς στερεύουν τα πηγάδια της συνείδησης, είμαστε εκτός ορίων
Εκείνες ήταν ανελέητες, ωχρές από μανία, στεγνές, χωρίς καρδιά, θηλυκά με μύξες στα μάτια τους, αντί για φως και φωτιά. Είχαν ένα μάτι στραμμένο στο εαυτόν τους και ένα άλλο μάτι στο πλάι να κοιτά πλάγια τους άλλους να αντιπαλεύει το ένα το άλλο. Δεν έμοιαζαν καν με μονόφθαλμο αλλά με ένα τέρας χωρίς πρόσωπο, με εκφραστικούς μύες που δήλωναν την απαξίωση, την απόλυτη και σκληρή απαξίωση του θηλυκού, με το σώμα τους αραχνιασμένο, με ένα και ένα ακόμη ίσον δυο, μάτια – τρύπες, ασύμμετρες θολές, να κοιτούν σε κατευθύνσεις αντίθετες, σε ένα κεφάλι που γυρνούσε γύρω -γύρω σε ταχύτητα ασύλληπτη, για να μην χάσει καμία όψη του κόσμου την ίδια χρονική στιγμή. Η έχιδνας όψη τους, γεννούσε σιχασιά πιο πολύ, παρά φόβο.
Τις ονόμαζαν γυναίκες και γεννούσαν παιδιά όλα αγόρια που τα σκότωναν με την γέννηση τους. Αν έφερνα στο κόσμο θηλυκά τα στιγμάτιζαν με την πρώτο κλάμα. Ερχόντουσαν σε επαφή με τους άνδρες που είχαν απομείνει στο κόσμο, κάτι γέρους με πέη δύσοσμα αλλά ακόμη ενεργά. Πήγαιναν βράδυ μαζί τους χωρίς φεγγάρι ή καταμεσήμερο με τον ήλιο κατακόρυφο να τους καίει τα απαίσια κορμιά τους και τους βίαζαν. Τα μωρά που δεν ήταν πια μωρά, ζητούσαν απεγνωσμένα να βυζάξουν από τα στήθη των μανάδων τους, που δεν ήταν πια μάνες, αλλά ακέφαλα τέρατα. Δέος καθώς μπρούμυτα τα παιδιά βύζαιναν τα στήθη χωρίς γάλα.
Οι κοπέλες που επέζησαν και δεν συμφωνούσαν με το είδος της καταστροφής του γένους, που επέβαλλε η πλειονότητα των γυναικών, έκαναν ότι μπορούσαν για ν’ αφανίσουν τις γυναίκες αυτές και τους γέρους άνδρες και στραγγάλιζαν τα στιγματισμένα θηλυκά, με στόχο να μην δοθεί καμιά επιπλέον διορία.
Μαρία Πανούτσου
Από την ανέκδοτη σειρά σύντομων αφηγημάτων: «Αλληγορίες»