Και όσοι ζουν μέσα στα εγκόσμια ας ζουν σαν να μην ασχολούνται με αυτά Προς Κορίνθιους
Στην ζεστή άσφαλτο περπατώντας έγερνε δειλά το κεφάλι και έβλεπε τα δένδρα να ριζώνουν στον ουρανό Δεν έφτασε ποτέ στο σπίτι που γεννήθηκε δεν ήξερε καν τον δρόμο έτσι ησύχασε και αφοσιώθηκε στο δρόμο της καθημερινή βόλτας Αναμονή για τις αμυγδαλιές τον μήνα τον σωστό κι’ ήταν το κρύο απαλό χάδι που προμήνυε γιορτές Έμοιαζε με χαρά κοινωνική μα έκρυβε μια άλλη χαρά σαν ένα όστρακο που κλείνει στιβαρά μια λαίμαργη αχιβάδα Εκείνο το άγνωστο μέρος γεμάτο με θάμνους έκρυβε ένα κάτι που την φόβιζε και την σαγήνευε χωρίς όμως να ξέρει το γιατί απουσία χρόνου της θύμιζαν τα σπίτια και μια ασιτία κρυμμένη πίσω από τα παράθυρα έβλεπε το στοιχείο που καθόριζε τον δρόμο ο ουρανός που πλέρια έφεγγε την καρδιά μακριά να κρατήσω από ό τι με θέλγει και με βήμα αργό να ψελλίσω «αυτός ο δρόμος με καλεί και πάλι»