Πάψτο,δε θέλω να τραγουδήσω άλλο πια, με κοιτούν οι λύπες και οι χαρές δυο αντικρυστά βουνά και είμαι πολύ πικρή για να ξεχάσω.
Κι εσύ, δάκρυ που δε κύλησε κάπου το σταμάτησε χαμόγελο που φθείνει. Και ούρλιαζε το μέσα μας από τους πύργους της Αστράκας.
Σαν βάρκα που ξεβράστηκε σε ασφαλή λιμάνι και τη στιγμή που έσκασε το κύμα σου στην άμμο παράσιτο στον ξενιστή. Μα εσύ,πατούσες γη.
Στον ήχο από τη μουσική που κλείνεις στα βουνά σου στις κορυφές που κράτησαν κρυφό το όνομα σου και στο ποτάμι που έπλυνε όλα τα σκοτεινά εχθές, όλες τις αγκαλιές που γίναν φυλακές και τώρα λείπουν;
Σαν έρωτας που άρχισε στα μέσα του Αυγούστου το βράδυ που την κοίταζε σαν σπίθα να χορεύει ξανθιά και λιβανέζα, το έρεβος ζηλεύει Πες μου αύριο που θα πούμε αντίο τι μένει;
Το κλάμα μου που έπνιξα στο λεοφωρείο οταν διάβασα το μύνημα σου : "Με όλα τα αστεία και τα γέλια μας, ξέχασα να σου πω τη υπέροχη γυναίκα που είσαι" Σαν κοίταζα την πόλη μου να κατασπαράζει την οικειότητα σου.
Και η πίκρα μου όταν φώτισα για πάντα τη σκιά σου και η φωτιά που ένιωσα όταν είδα την πλάτη σου, να στέκεται απέναντι Κι όταν μου πες ένα ξένο γεια σου.