Ο ερωτάς βαρύ συναίσθημα που καταπιέζει τους ώμους της. Γυμνή η ψυχή της που περιμένει αυτόν να την ντύσει. Τα βήματα της σιγανά, σιγανά να μην την ακούσει και τρομάξει και ξυπνήσει. Μα μόνο στα όνειρα της τον επισκέπτεται. Πικρή η γεύση του καφέ της το πρωί, μόνο όταν εκείνος είναι εκεί γλυκαίνει. Μόνη νιώθει η σκιά της όταν περιπατεί. Η απουσία του βάσανο της. Μαχαιριές βουβές που πονάνε, μα ούτε αχνά να ακουστεί από τα χείλη της. Ξυπνά κάθε πρωί με μια ελπίδα ότι, μονάχα μια, μέρα της χτυπήσει την πόρτα με τον ανθό στο χέρι να την ξανακοιταξει για ακόμα μια φορά.