η πλατεία δεν ήταν πια η ίδια ο κύκλος εχάθη ούτε ένα πράσινο φύλλο ένα ποτάμι από τσιμέντο χύνεται βαθειά μέσα στα σώματα κανείς πια δεν ακούει τις καρδιές που χτυπούν ένας σκύλος περιδιαβάζει την πλατεία λίγο πριν το χάραμα μυρίζει ανθρώπους αλλά δεν τους βλέπει
από εκεί ψηλά ένα τελευταίο αστέρι χαιρετά τον ήλιο κανένα βλέμμα προς τα εκεί
μια φιγούρα ανέλπιστη σέρνεται κοντά σε ένα κτίριο ερειπωμένο που θυμίζει το έτος 1967 ήμουν λέει ένα μωρό και μεγάλωνα
τα ρούχα μύριζαν απλυσιά ημερών τα τραπεζάκια ζητούσαν οβολό περνούσα με κλειστά μάτια ονειρευόμουν ένα μέλλον που έχει ήδη περάσει
β.
Το τελευταίο Χιόνι
Δεν είπε τίποτα/ ξάπλωσε στο κράσπεδο μια νύχτα/ με ανοιχτά τα μάτια/
κοιτούσε τον ουρανό/ καθώς έπεφτε το χιόνι αργά/
την σκέπαζε ασίγαστα/
πρόλαβε να κρυώσει τόσο/ που βόγκαγε στον πόνο/ πρόφτασε να θυμηθεί/ τον έρωτα / όταν η καρδιά της σπαρτάρησε / άφησε έναν ήχο/ ίσο μ έναν ήχο βιολιού/
είχε ήδη απομακρυνθεί για το μεγάλο ταξίδι/ το σύμπαν/ το σύμπαν/
και κοιτούσε από μακριά /
την άδεια παγωμένη πλατεία / κι εκεί ένας όγκος μικρός/ φαινόταν/ σαν ένας τάφος μωρού/ στο κέντρο της πλατείας / και τότε ένοιωσε/ τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς της / ν’ ανήκει πια άλλου/
η θύμηση του κορμιού του/ την γλύκανε για λίγο/ πριν ο εγκέφαλος της/ πετάξει και αυτός/ για άλλα μέρη
έμεινε παγωμένη κάτω / στο άπατο το χιόνι τα χείλη μαβιά/
την άλλη μέρα την βρήκαν να λάμπει η ασπράδα της/ πιο άσπρη /και από ένα ποτήρι γάλα/
στο χέρι της είχε σφίξει ένα κομμάτι χαρτί / που δεν μπορούσαν να το τραβήξουν / θα σχιζόταν έτσι μικρό που ήταν /
το άφησαν εκεί/
την ακολούθησε το χαρτί αυτό /στο τάφο της/
κανείς δεν ήξερε /γιατί το κράτησε στην χούφτα της/ εκείνες τις τελευταίες ώρες/
Μαρια Πανούτσου για τον Βλαντιμίρ Μαγιακοφσκυ 16/01/2019