Κοιτάζω το απέναντι τοπίο Τα δένδρα δέχονται ευλαβικά / το ήπιο χρώμα του φθινοπώρου.
Στο λιβάδι το άσπρο/ των προβάτων ξεχωρίζει / και φαντάζομαι /την κίνηση των σαγονιών τους.
Ο ουρανός/τα συντροφεύει και ένα σύννεφο σπαρμένο/ από ψηλά.
Ούτε ίχνος λύπης. Οι φιγούρες των ανθρώπων / μικρές κουκίδες/ σημάδια/ με βήμα αργό/ και πρόσωπα χαμογελαστά /συγκεντρώνονται/ για το πριν το σκοτάδι/ συμπόσιο χαράς / το καθημερινό.
Οι μυρωδιές μπερδεύονται/ και ένα αστέρι/ ετοιμάζεται να λάμψει.
Άτιτλο 2
το χωριό είναι ένα τεράστιο περιστέρι κουρασμένο που βρέθηκε στην πλαγιά αυτού του τόπου τυχαία και αποκοιμήθηκε μέχρι το επόμενο φθινόπωρο
ξαποσταίνει και ξαποσταίνει ρυθμικά από φθινόπωρο σε φθινόπωρο αναβάλλει το ταξίδι για άλλα μέρη βρήκε στο τόπο αυτό κάτι τι που αγάπησε
αναβάλλει και την θυσία που είχε τάξει για να σώσει τους ανθρώπους αυτού του τόπου από το κουτί της Πανδώρας τους ευλογεί που δεν βλέπουν όσα βλέπει αυτό το τεράστιο πουλί
που δεν ακούν τους υπόγειους κραδασμούς και δεν μυρίζουν το χώμα με το χρώμα της βροχής
ανάμεσα στους βράχους αντηχούν τα βρύα και οι λειχήνες και τα ταπεινά κυκλάμινα και εκείνες οι μωβ ορχιδέες που διακοσμούν το βλέμμα μου που ρουφάει ακόμη και τα μικρά μυγάκια που γεμίζουν το φως με ανησυχία
στο χαρτί που γράφω ένας σκουριασμένος συνδετήρας με κρατά σε μια ενδιαφέρουσα παρένθεση
Άτιτλο 3
Κάτω από την στέγη του σπιτιού μου Μετρώ τις ώρες που μου μένουν Μέχρι τον χρόνο να προφτάσω Τα σπίτια γύρω μου Κοιτούν, συντροφεύουν, εξερευνούν Το βλέμμα πέρα μακριά τραβιέται εκεί μέχρι να σκοτεινιάσει στα δένδρα, το φως
Χρόνια και χρόνια εδώ χωρίς τέλος και αρχή αφού τέλος και αρχή μοιάζουν τόσο
Αφήνω πίσω μου το χθες και ανακράζω τις ιστορίες των ανθρώπων καθώς απαριθμώ τα σπίτια ανοίγω μόνη τα παράθυρα τις πόρτες ακτινοβολώ και εξιστορώ
Οι τοίχοι, τα κουφώματα, η μούχλα, η υγρασία η σημασία του χρόνου, και όχι μόνο στους τοίχους αλλά και στους άνθρωπος που απουσιάζουν ποιος ξέρει προς τα πού, τα βήματα τους