Το κοίταξες εκείνο το κουκούτσι/ που άφησα στο πέτο σου/ Σου είπε καλή μέρα και κύλησε στο πάτωμα/ την βλέπω την σκηνή/δεν πρόλαβες ν ‘αγγίξεις / σκύβεις/ και μαζεύεις το φευγιό Κατάλαβε το θα με χάσεις / θα χαθούμε / όπως κοιτάς αριστερά /και ξαφνικά γυρνάς από την άλλη/ και όλα έχουν αλλάξει / Έχεις προσέξει πόση ησυχία υπάρχει /όταν κάποιος πεθαίνει/ Λες και η φύση ξεκουράζεται από τον παλμό ενός ακόμη ανθρώπου/ Μείνε λοιπόν λίγο κοντά μου/ ακόμη λίγο / ο χρόνος δεν μας φτάνει/ Έβαλα το σακάκι λοιπόν/ σωστά στην πολυθρόνα/ και δίπλωσα τα ρούχα τα δικά μου πριν ντυθώ / σαν νάθελα να μείνω εκεί για πάντα/ γυμνή και παγωμένη /με πεθυμιά μιας ζεστασιάς/τα δυο σου μπράτσα Κοίταζα το πουκάμισο το άσπρο/ σου πηγαίνει /και η πλάτη/ θέλω να σε βλέπω έτσι / δεν είναι η παλμός στα μηνίγγια / είναι η ζώνη του παντελονιού σου /που μ’ αφήνεις να ξεζώσω/και εκείνη η ορμή που αρπάζει την νύχτα /και την σφίγγει μέχρι το αίμα να ροδίσει τις γωνιές του κορμιού/ Αφάνισες την ομορφιά μ ένα φιλί/ και στράγγιξες τα χείλια μου σαν αχιβάδα που άδειασε /και γύρισε στην θάλασσα / στολίδι από το παρελθόν/ Πόσο λίγη με βρίσκω/ καθώς η εικόνα μου μικραίνει τραγικά/ και χάνεται μέσα στις δυο μου παλάμες/ στον δρόμο / στο δρόμο / όλα για τον δρόμο /πριν χαθώ μέσα στα δυο σου μάτια /με το χρώμα του λυγμού / μικρό παιδί εσύ και εγώ/ ένα κάδρο