Submit your work, meet writers and drop the ads. Become a member
Ξημέρωμα που χάθηκε
        Σε ξέσπασμα πανούκλας
        Κρύο, ξερό και σκοτεινό
        Το κοίταγμα μιας κούκλας

         Σάπια παντόφλα δάκρυσε
         Στου τέλους τη μιζέρια
         Και άφησε το δειλινό
         Σε δύο κωλομέρια

        Ένα γλυκό απόβραδο
        το μόνο που έχει μείνει
        Μια πούτσα διατάραξε
       Της μύγας τη γαλήνη

       Η μέρα πια τελείωσε
      Σαν πιάτο με κεφτέδες
      Μασχάλες που καράφλιασαν
      Φορέσανε μπερέδες
Βλέφαρο δεν μπόρεσα
σαν πτώμα, να σηκώσω
το χρέος ήταν τεράστιο
έπρεπε να ορθώσω  

την πόρτα βροντοχτύπησα
σαν γύρισα απ' έξω
στερνή μάζεψα δύναμη
χρειάζεται να παίξω

κατάφερα και σήκωσα
αντλία γεμάτη σπέρμα
και πάνω στην κορύφωση
μου κόπηκε το ρεύμα

τα σάλια μου ετρέχουνε
μίσος σαν με τυφλώνει
και με οργή σημάδεψα
και έχυσα την οθόνη
Σε είδα μόνο μια φορά
και λάτρεψα το όλο
το πρόσωπο δεν με νοιαζε
γιατί είχες τέτοιο κώλο

Μου είπες ήσουν τίμια
και έκανες παστίτσιο
τα μάτια σου όμως έκρυβαν
του σχίσματος το βίτσιο

Το μίσος μου ξεχύθηκε
                      Σαν να ταν κοκα-κόλα
                      Σε πήρα για νοικοκυρά
                      Μα ήσουν μια καριόλα

                      Το πέος δεν το χόρταινες
                      κι έκανες τεμενάδες
                     τσέλιγκες σε πηδάγανε
                     βόσκοντας αγελάδες
Το βλέμμα μου είχε καεί
σαν να χα φάει τσίλι
φορούσες πράσινο κολάν
και σου 'σκασα σκαμπίλι

Στα τέσσερα σε έστησα
και σ' άρπαξα απ'το στήθος
και με το ζόρι φώναξες
για πεθαμένο ήθος

Σε άρπαξα απ΄το σουτιέν
σου 'σκισα την τιράντα
τον πούτσο μου αντίκρυσες
θα μ'αγαπάς για πάντα

Δεσμεύσεις δεν εθέλησα
φοβήθηκα τον γάμο
έτσι για να ξεκόψουμε
είχα φωνάξει κλάνω
Εικόνες που παρέμειναν
 Στο νεκρικό της βλέμμα
 Την φρίκη εγκωμίαζαν
                      λουσμένες από αίμα

                     Μια χέστρα αναζήτησε
                     το φαύλο πεπρωμένο
                     το καζανάκι χάλασε και
                    πάτο είχε χεσμένο

                     Ντροπή γλυκιά που ρεύτηκε
                     τζατζίκι με βενζίνη
                     ρουθούνι που ανέπνεε
                     δεν είχε απομείνει

                     Από τη βρώμα ψόφησε
                     η άσπρη μαριονέτα
                     έχυσα τα αμύγδαλα
                     και μοιάζαν με κουφέτα
Σκληρό με έκανε η ζωή
πέτρινο παλικάρι
χέρι να δώσω δεν μπορώ
μονάχα παλαμάρι

Στον λόφο μένω μοναχός
φιλάω τα χωράφια
αξύριστες πουτσότριχες
σπασμένα τα ξουράφια

Του τσέλιγκα τα πρόβατα
τα βλέπω με λαχτάρα
στο άσπρο τρίχωμα θωρώ
Απόλλωνα κορμάρα

Εγώ ποτέ δεν ένιωσα
το άρωμα καπότας
μα έχω ένα σκουπόξυλο
σαν να μουν Χάρης Πότας
Μια απορία γέμισε
του ίσως το κενό
Μόνος εγώ κι θλίψη μου
έψαχνα να βρω

Το λόγο όμως δεν έμαθα,
ύστερα από γαμήσι
το ρωμαλέο μούσι μου
καράφλα είχε αποκτήσει

με τρυφεράδα φέρθηκα
κι έκανα προκατάρτια
κάτω πρώτα κατέβηκα
μετά έγινε κομμάτια

'Απλυτη δεν φαινότανε
έμοιαζε με κυρία
κατέληξα όμως και έγλυφα
υγρά από μπαταρία
Νύχτα ήταν και ξύπνησα
δεν είχε ξημερώσει
και τ'αποτσίγαρο θαρρείς
άθελα είχε λιώσει

Το σώβρακο ανέβασα
μέσα απ'το παντελόνι
το πέος μου αποβραδίς
έγινε μακαρόνι

δεν ήξερα πως λέγανε
την γκόμενα στο πλάι
θυμόμουν όμως που λεγε
ο φίλος σου κοιτάει

Την πείρα με τον φίλο μου
κάναμε ντάμπλ πλέι
για λόγο όμως παράξενο
ο κώλος μου με καίει

Μήπως δεν ήταν φίλος μου
κι ήτανε κάποιος άλλος
στο μάτι έμοιαζε μικρός
μα κάπου ήταν μεγάλος
Μονάχος όσο έκατσα
κι αγνάντευα κουράδες
τον ήχο απέξω άκουσα
να κλάνουνε γιαγιάδες

Στο νου μου σιγογύριζε
ο καταράκτης μίνι
σκατό με πείσμα κόλλησε
στο τοίχωμα είχε μείνει

Χαμένος στην  απόγνωση
έπρεπε να γκρεμίσω
το ντους ήταν αδύναμο
και πως να συνεχίσω

Τα δάκρυα μου στέρεψαν
και λίγο θάρρος πήρα
μάζεψα πόνου δύναμη
Αχ! Πυροσβεστήρα
Η εμπιστοσύνη αμαύρωσε
τις πιο γλυκές της νύχτες
και την ντροπή της γέννησαν
μεσσίες και προφήτες

Το βράδυ ονειρεύτηκα
σάλτσα με μακαρόνια
η μανά όμως με τάισε
του άρβυλου κορδόνια

Το κρέας και αν θέλησα
και πόθησα μπριζόλα
στην γλώσσα μου κατέληξε
η γαμημένη σόλα

Ύστερα λαχτάρησα
σαλάτα για παπάρα
ποτέ όμως δεν το δήλωσα
θα 'τρωγα σαγιονάρα
Άψυχη η αθωότητα
κείτεται λυτρωμένη
η σάρκα πλέον δεν την κρατά
στον πόνο δεσμευμένη

Μεγάλη μύξα τράβηξα
και έγινε ροχάλα
χοντρός ήταν ο δίπλα μου
σαν φουσκωμένη μπάλα

Πήρα εκδίκηση έφτυσα
μεσ' τον ανελκυστήρα
το κήτος για να μην πνιγεί
πήρε αναπνευστήρα

Τα παιδικά μου όνειρα
μετάλλια και βάθρα
λιωμένα πλέον βρίσκονται
κάτω απ' την κωλάθρα

— The End —