Το ποτάμι τριγυρνά ορμητικά γύρω απ'τον βράχο συνεχώς λυσσομανά, προσπαθεί αέναα να μην ηττηθεί και τον βράχο λίγο να τον κάνει να ξεκουνηθεί
Στροβιλίζεται άλλοτε γοργά άλλοτε με ένταση και βία ξαναχτυπά. Ανυποχώρητος ο βράχος, του μιλά:
"Συνέχισε αλλού τον δρόμο σου γιατί συνέχεια προσπαθείς; Δεν το χωρεί ο νους σου να με κουνήσεις ότι δεν μπορείς; Το ακατόρθωτο μάθε να μην επιθυμείς Ακόμα περισσότερο, ούτε και να το προσπαθείς. Όλο το διάβα σου ελεύθερο εκτός από αυτήν τη σπιθαμή της γης Αστο να υπάρχει και μην με ενοχλείς Όσο και να προσπαθείς το πέσιμό μου, ποτέ δεν θα το δεις."
Το ρέμα ακούει μανιασμένο όλο και πιο δυνατά χτυπά. Έχει γεμίσει η ροή του απελπισία, φθόνο, κακία και υποκρισία. Λέει τα λίγα λόγια του, γεμάτα όλο χαρά παρόλο που δεν νιώθει τίποτα από όλα αυτά:
"Καλέ μου βράχε, σου λέω, με ενοχλείς Κάνε λίγο πιο εκεί, να μην με συναπαντείς, Κάνε μου αυτή τη χάρη έστω για λίγο να μετακινηθείς."