“Όσο ζεις μεγαλώνεις ή όσο μεγαλώνεις ζεις;” Η ψυχή μου έζησε ήδη αυτά που με προσπερνούν τριγύρω μου. Νιώθω πως έζησα τα πάντα. Κάθε στιγμή, κάθε ανάμνηση έφυγε από το διάβα μου, όταν ακόμη ήμουνα μεν μικρή, αλλά δε μπόρεσα να προφτάσω τα νιάτα μου. Κι αφού έχω ζήσει τόσα πολλά, Αυτά που νιώθω είναι πλέον μηδαμινά. Ένα μικρό χάος μες την χλωμιά του κόσμου. Ένα μικρό δάκρυ στα γέλια των γυρών μου. Και σκέφτομαι πωσ θα ΄ταν να άλλαζα, Χωρίς τις σκέψεις τις παλιές, Μα τις δικές μου μονάχα χαρές.
Μ.Α.
Το ποιημα αναφέρεται στο πως είναι να είναι ένα βολικό παιδί με πολλές υποχρεώσεις που ποτε του δεν έζησε τα χαρούμενα χρόνια της ανεμελιάς. φαινεται να αναρωτιεται πως θα ήταν σε εναν αλλο κοσμο, ενα κοσμο που δε θα αναγκαζοταν απο τετοια μικρη ηλικια να μεγαλώσει, κάπου που θα ενιωθε σαν παιδι και οχι σαν ενα ων που πρεπει να αντεπεξελθει στην ωμοτητα του κοσμου με σκοπο να επιβιωσει. οι σκεψεις στον προτελευταιο στιχο χαραχτηριζονται ως παλιες όχι γιατι τις σκεφτονταν παλια και επομενως σε αυτη την περιπτωση βρισκονται πλεον στο παρελθον, αλλα επειδη τις σκέφτεται απο τοτε που θυματε τον ευατο του να υπαρχει. επισης ειναι παλιες επειδη ειναι συνηθισμενες, ειναι εκεινες που ξερουμε ολα αυτα τα χρονια εμεις οι ανθρωποι, οι ανησυχίες, οι εγνοιες. παρολο ομως που ειναι τοσο παλιες και ξεπερασμενες, δεν κανουμε τιποτα για να τις απαλειψουμε, να βρουμε λυσεις στα προβληματα του συγχρονου κοσμου, με αποτελεσμα να μας καταδιωκουν για παντα.