Σα' κρουσταλιασμένοι πιγκουίνοι, τρέμαν μες στο ίδιο το καμίνι.
Καταχείμωνο στην Παγωνία. Παρά το φαινόμενο της υπερθέρμανσης και των υπερθερμοκέφαλων, το κρύο ήταν ανυπόφορο. Βέβαια, από την πρώτη κιόλας στιγμή που οι πιγκουίνοι ξέχασαν πως να πετούν προς αναζήτηση ζέστης, τα πράματα ήταν δύσκολα. Μια ουρά από κάθε πιγκουίνο στιγμάτιζε το κατάλευκο τοπίο, με τους περισσότερους να βηματίζουν με ώμους σκυφτούς και τα χέρια στις τσέπες των κουστουμιών μπας και ζεσταθούν. Ένας από αυτούς κοιτούσε ψηλά, ενώ τα μάτια του είχαν κοκκινίσει απ' τις νιφάδες που προσπαθούσαν να τα κλείσουν. Το βλέμμα του όμως δεν άφηνε λεπτό τα άστρα που του έδειχναν τον δρόμο. Αυτός ο πιγκουίνος δεν είχε όνομα, θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε που σήκωσε κεφάλι. Έτυχε να είναι αυτός. Ο μικρός πιγκουίνος ήταν κουρασμένος και έτρεμε, ήθελε τόσο να κοιμηθεί αλλά φοβόταν πως αν τον έπαιρνε ο ύπνος, δε θα έβλεπε κανένα όνειρο. Ξαπόστασε για λίγο και έστρεψε το κεφάλι του για να χαζέψει την πορεία των άλλων που όλο και μεγάλωνε. Απ’ όπου περνούσαν, έρχονταν και άλλοι για να πορευτούν όλοι μαζί.
Πήγαιναν να τιμήσουν το γέρο-Πιγκοσάββα. Τον γέρο που πέθανε κλωσώντας όσα νιόπουλα μπορούσε να ζεστάνει με μόνο το χαμόγελο του. Κοίταξε πίσω του και σκέφτηκε πόσο παράξενο ήταν το πλήθος. Πιγκουίνες και πιγκουινάκια. Άλλα βρώμικα κι άλλα καθαρά, άλλα χορτάτα, λίγα πεινασμένα, άλλα τρομαγμένα και άλλα μαλωμένα κι άλλα πάλι άφοβα και αποφασισμένα. Του έκανε εντύπωση ένα έλκηθρο, που τραβούσαν δύο πιγκοπαλίκαρα. Στο έλκυθρο ξάπλα δυο πληγωμένοι και από παλιά τσακωμένοι πιγκουίνοι, που είχαν πιάσει από ανάγκη κουβεντούλα για να περνά η ώρα και για να δουν πώς θα βγάλουν το μακρύ χειμώνα. Φάνηκε να καταλαβαίνονται. Ο μικρός πιγκουίνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του έχοντας πάρει μια στάξη ακόμα θάρρος για το μακρύ δρόμο προς το αύριο. Είχαν δρόμο μιας δύσκολης μέρας ακόμα. Μετά λοιπόν από ένα μαρτυρικό βράδυ που κύλησε στο πόδι, έφτασαν σε έναν λόφο που από τηνκούραση, φάνταζε βουνό πανύψηλο.
Αφού πήραν μια ανάσα, κίνησαν για να αποχαιρετίσουν τον Πιγκοσάββα σε ύψωμα, όπως ταίριαζε στο ψηλό του ανάστημα. Όλοι τους άλλωστε ήταν αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι που όσο και αν τους τραβούσαν το αυτί, εκείνοι κρατούσαν. Καθώς ανέβαιναν, ο αργός αλλά σίγουρος βηματισμός τους ενόχλησε το Βορρά, που τρόμαξε από το νιόβρετο θάρρος τους. Πήρε κι ο αέρας αυτός λοιπόν βαθιά ανάσα και έστειλε τα τσουχτερότερα ρεύματά του για να σκορπίσει τα ανόητα και αυθάδικα πιγκουινάκια. Ούτε ένα δεν έκανε βήμα πίσω. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα στην κορφή και είχαν όλα στο μυαλό τους την αυτοθυσία του Πιγκοσάββα, που χρόνια κλώσαγε όχι μόνο τα μικρά της αγαπημένης του, αλλά και κάθε μοναχού αυγού, και ας ήταν αλλονού, γιατί το δικό του νου ζέσταινε το χτυποκάρδι κάθε μικρού πουλιού, είτε τυφλού, είτε κουτσού, είτε ξιπασμένου, είτε κωφού, είτε κουζουλού, Ζουλού, λιχνού ή παχουλού.
Με τα πολλά και παρά τις προσπάθειες του Βορρά, έφτασαν στο μεγάλο χαράκι που θα ξαπόσταζε ο γέρο-Πιγκοσάββας για τελευταία φορά, όπου και σταμάτησαν. Έτσι όπως ήταν ιδρωμένοι από το ανέβασμα και κουρασμένοι από την πορεία, η υγρασία στα παπούτσια τους άρχισε να κρουσταλλιάζει. Ασυναίσθητα, εκεί που όλοι ήταν απλωμένοι γύρω από το φέρετρο, άρχισαν να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον ώμο-ώμο για να προφυλαχθούν από το κρύο. Ο μικρός πιγκουίνος άρχισε να στριμώχνεται στο κέντρο ανάμεσα σε πιγκουίνους που είχε γνωρίσει στην πορεία, μερικοί από αυτούς μύριζαν από την απλυσιά αλλά κανέναν δεν τον ένοιαζε. Γρήγορα, όσοι ήταν στο κέντρο άρχισαν να νιώθουν τη διαφορά και όλοι έσπευσαν να τρέξουν εκεί. Ο μικρός έστρεψε μια ακόμη φορά τα μάτια γύρω του και όπου κι αν κοίταζε, έβλεπε μόνο άσπρο και μαύρο που έσπαγε το γκρίζο, χωρίς χρώματα και διαφορές... Ασπρόμαυρα, καθαρά και απλά όπως το καλό και το κακό. Χαμογέλασε και από την θαλπωρή άρχισαν να κλείνουν τα μάτια του και να σκάει από τη ζέστη. Συνειδητοποίησε όμως πως μερικοί πιγκουίνοι στην εξωτερική πλευρά του κύκλου ακόμη κρύωναν.
Δεν ήταν ακόμη ώρα για όνειρα. Σήκωσε ξανά το κεφάλι για να βρει διέξοδο και σπρώχνοντας για να βγει από το κέντρο, πήγε στα άκρα να βρει τους πιγκουίνους που ακόμη κρύωναν και τους έστελνε στο κέντρο. Και ξανά στα άκρα και ξανά. Μόλις ξεκρουστάλλιαζαν εκείνοι που βοήθησε, πήγαιναν με τη σειρά τους να αντικαταστήσουν άλλους που κρύωναν , μέχρι που κατάφεραν κανείς να μη σκάει από τη ζέστη και κανείς να μη ξεπαγιάζει.
Σιγά-σιγά, τα σύννεφα άρχισαν να αραιώνουν, σα΄ να τα διέλυε η θέρμη του πλήθους που άγγιζε τα ουράνια. Κάπου εκεί έγινε και το θαύμα, μέσα από τη χαραμάδα που αχνάνοιξε, μια μοναχική ακτίνα φωτός έλουσε τα φτερά τους, λιώνοντας το χιόνι και στο χρόνο που διαρκεί μια σκέψη, άρχισαν να πετούν μαζί σαν αετοί. Αετοί που δεν είχαν πλέον ανάγκη τον ήλιο να παρακαλούν. Έκαναν έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τον ήλιο, τον γάτζωσαν με τα ακρόνυχα τους και κατάπιαν από ένα κομμάτι ο καθένας που θα έκαιγε στην καρδιά του για πάντα. Με αυτό τον απλό τρόπο έμαθαν να μη κρυώνουν και ορκίστηκαν να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να πεθάνει ένας Πιγκοσάββας . Ήξεραν πια, ότι, μόνο αν σταθούν μαζί ώμο-ώμο, πλάτη-πλάτη, θα ζεσταίνονται και ποτέ πια δε θα πιάνουν κρούσταλλα τα αετόφτερά τους.