Όλες μοιράζονται ένα κοινό: κάθε μια θυμίζει γυάλινο γλυπτό. Ξεκινάς μαζεύοντας άμμο δίπλα στο νερό.
Έπειτα ξύλα θα σηκώσεις και κλαριά, θα χωρίσεις ξερά από χλωρά βαδίζοντας τον δικό σου Γολγοθά, ταΐζοντας του πόθου την πυρά.
Κ' αν με τον κόπο πάρει ο φούρνος θερμά, πλάθεται και το γυαλί γοργά. Ύστερα μόλις το δροσίσει ο χρόνος, οφείλεις να το δουλέψεις μόνος.
Τούτη ειν' κι πιο δύσκολη στιγμή. Κράτα την αναπνοή με υπομονή. Δούλεψε με στοργή, ξορκίζοντας τη ρωγμή. Είναι όμως και η ώρα της χαράς: θυμήσου, το δώρο της ομορφιάς δεν ήρθε μονομιάς.
Ας μαζέψεις αργά την άμμο και τα κλαριά έχοντας μια σκέψη μόνο στην καρδιά. Σαν βγει απ΄ το φούρνο το γυαλί, πάντα είχε τούτη τη μορφή.
Άμμος ονειρεύεται να γίνει πάλι, να βρει το κύμα στ' ακρογυάλι.