Τέλος Αυγούστου. Λάβρα υποφερτή.
Καλή παρέα και ήσυχο νησί.
Ψάθινα καπέλα, ατμόσφαιρα γιορτινή.
Ταινία Χίτσκοκ του πενήντα, θερινή προβολή.
Καμένο βούτυρο μ' αλάτι.
Ξέσκεπο σπίτι μοιάζει παλάτι.
Μπουρμπουλήθρες σκαρφαλώνουν καλαμάκια.
Σκέψεις που τριγυρίζουν σε ημίφωτα σοκάκια.
Κώλοι ανήσυχοι, βρακιά με σαράκια.
Καρέκλες και γρανίτες να τρίζουν
Μάτια στο πανί κ' όμως σβουρίζουν.
«Σσσσ.. τα σποτ αρχίζουν,
να κάτσουν όσοι ψωνίζουν.»
Ρόδινα μάγουλα, πιασμένα.
Πόδια στις μύτες κουρασμένα.
Κουνούπια τρέχουν για παρέα.
Κλέβουν τη λάμψη του προβολέα.
Αντίθεση στη σκιά, δέκα και εννέα.
Και με λίγους να το παίρνουν χαμπάρι,
δεκάδες πεφταστέρια, δίπλα στον Άρη,
να ζηλεύουν την αίγλη των κουνουπιών.
Να σκάσουν στα πόδια των τραπεζιών.
Να σκορπίσουν, με φόντο το γέλιο παιδιών.
Να γδάρουν και αυτά ταλαίπωρα πόδια,
Να κάνουν πληγές σα' σπασμένα ρόδια.
Να απαιτήσουν, για άλειμμα, λάδια.
Να ουρλιάξουν αμέσως για χάδια.
Να κινήσουν χέρια ν' ακουμπήσουν.
Όλα και όλοι... να τσιμπήσουν.
Ρολόγια γυρνούν, οι καθισμένοι σιωπούν
κ΄οι κακοί της οθόνης... καραδοκούν.
Είναι η ώρα των άστρων, των ηθοποιών.
Πτώσεις κάστρων και όνειρα φτωχών.
Ξάφνου έκρηξη. Φώτα τοίχων πλαϊνών
και οι κινήσεις τραπεζιών
διώχνουν ελπίδες ζουζουνιών.
Τα πεδιλάκια αρχίζουν να σέρνονται
παίρνοντας μαζί χαλίκι και στενά.
Τα στόματα υγρά, τα χείλη μάλλον στεγνά.
Σα' να μην έφταναν όλα αυτά,
τραβάνε για μέρη πιο εξωτικά.
Κοσμοπόλιταν χωρίς σαματά.
Με περίσσια ψάθινα καπέλα
τώρα η σιέστα μοιάζει με τρέλα..
Πλώρη για τραγούδια λατίνικα.
ίσως ταγκό αργεντίνικα...
ίσως και κάποια φύλλα φοίνικα...
Προτού τα πέδιλα κάτσουν να λυθούν,
έχουν λίγα ακόμη σκαλιά να ανεβούν.
Τα κουνούπια ξανά, να δουλεύουν
και τα θαμπωμένα μάτια ξεθρασεύουν.
Τα ρόδινα μάγουλα έχουν γίνει πορφυρά.
Με χρώμα να τραβά όσους κοιτούν ψηλά.
Όσοι όμως και αν περνούν, όσοι και αν κοιτάν'
όσοι και αν πίνουν ή παίζουν και χαμογελάν,
οι δύο στο μπαλκόνι νιώθουν μόνοι, ξυπνάνε οι πόνοι.
Μόνοι από τσιμπήματα. Πόνοι από ποιήματα.
Τα χέρια τους θέλουν τρίψιμο.
Πυρετός και ρούχα για στύψιμο.
Οι καρέκλες το χαβά τους, ξανά τρίξιμο.
Δε κάνουν όμως τίποτε για το πρήξιμο.
Το ποτό αντί για αναλγητικό, αυξάνει τον ερεθισμό.
Οιδήματα και αλκοολούχα αφεψήματα
σα' καλοί φίλοι ανταλλάσουν μηνύματα.
Και τα μάτια να μη προφταίνουν τα σήματα.
Παίζει να έχουμε θύματα...
Θα περάσει ο πόνος; Θα μείνει κανείς μόνος;
Εεεεε! Αυτό θα το δείξει μονάχα ο χρόνος.
Σιγά, μια νύχτα είναι, θα περάσει.
Το γιατροσόφι θέλει βράση να κοχλάσει,
το τσουκάλι να σκάσει, το γιάμα να δράσει.
Το καλό το τσίμπημα θα το δείξει η πορεία.
Κάθε τι άλλο θα 'ταν αμαρτία.
Γλυκό ίσως, αλλά αμαρτία.
Ο ιερέας του νησιού κοιτά και απορεί,
«Classic Black ή γιορτή;»
Τι τέλεια νύχτα. Σαν ταινία,
δίχως ανάγκη για φαντασία.
21/08/11