Που Θα Βρω Μούσες; Βρωμούσες.
Κατάρες! Με ξόρκια και λόγια μαγικά, τοσοδούτσικα πόδια και βρώμικα φτερά.
Κατάρες! Με ραβδιά, αμπρακατάμπρες, μάτια που σπάνε δήθεν άντρες και χάντρες.
Κατάρες! Με επισκέφτηκαν πάλι. Δε με ρωτάν για τη ζάλη ή το πρωινό το χάλι.
Κατάρες! Με φτύνουν, με ζαλίζουν, με πρήζουν και αν έχουν ρυθμό μ' υπνωτίζουν.
Και τι δε θα 'δινα να με κοιμίζουν....Πολλοί τις αγαπούν μα όλοι τις βρίζουν.
Τις βρίζουν σαν έφηβη αλεπού, που σιχαίνεται τις ρόγες του κακού κηπουρού.
Και ναι, με κάνουν να νιώθω γκουρού, να ξεχνάω τα γουρούνια, που και που.
Μα φεύγοντας μ' αφήνουν σε μαύρο χάλι και ποτέ δε μου λέν' πότε θα ΄ρθουνε πάλι.
Μα τον Μανιτού, μα τον Άρη! Ερμή, σανίδα και παπάρι!! Τι έχουν; Πασπαρτού;
Πόρτες με μπάρες, παράθυρα με τάβλες, αλλά αν έχουν καύλες, μπαίνουν παντού.
Τσιρίζουν, τσιγκλίζουν, τα σχέδια σχίζουν και στην παλέτα μου αφήνουν σκατά.
Πιάνω το πινέλο και το βουτώ μες σ' αυτά, πριν προκάνουν να πήξουν ξανά.
Γιατι ξέρω, ξέρω πως την αυγή με το γάλα, τρών ' αστέρια και ουράνια τόξα.
Και πασχίζω από μια στάλα να πάρω απ' τ' άστρα τη σκόνη κ΄ απ΄τα τόξα τη δόξα.
Στην αρχή ζητούσα το φιλί και 'στήνα φάκες μπας και ξαναρθεί. Ποιό φιλί;
Δεν έχω δει καμιά να ακουμπήσει, να λύσει τις μπότες, να στρώσει ή να κοιμηθεί.
Είναι τόσο άπιαστες όσο κ' αηδιαστικά όμορφες. Τόσο γοητευτικές τόσο κακόμορφες.
Μια την πρόλαβα χτες, εγώ ήθελα φιλί, εκείνη να φταρνιστεί. Σάλια και σκόνη ασημί.
Την έπιασα απ' τα φτερά. Κ΄ όσο αν δάγκωσα γερά, αυτή, χαχανίζόντας, πέταξε ψηλά.
Έκοψα όμως δυο πούπουλα. Με τα πόδια στις μύτες τη γαργάλισα στην πατούσα.
Να φταρνιστεί ξανά να κλέψω ασημόσκονη. Να στολίσω κ' γω μιαν Αρετούσα.
Με το άλλο το πούπουλο η πένα πήρε φωτιά. Απαντούσε σ' ό,τι ρωτούσα - πετούσα.
Με πήρε ή ώρα. Χάθηκα και 'γω στης πένας μου τη χώρα, μ' έλουσε η μπόρα.
Έτρεμα λίγο, πεινούσα και διψούσα. Σα' ξεδοντιασμένος τη δόση μου ζητούσα.
Που ήταν η βρωμούσα να με φτύξει; Με του μύστη τον μανδύα να με τυλίξει.
Ρώτησα μάγους και παπάδες, «Πού είναι οι νεράιδες κ' οι πολύχρωμες κουράδες;
Ποιόν να μαγεύουν; που να γυρίζουν και τι να γυρεύουν; Τι σκατά μαγειρεύουν;»
Με έστειλαν, με γέλιο από σατιρική παράσταση, στου Χριστού την τρίτη ανάσταση.
Η ασημόσκονη είχε χαθεί, το σκατό ξεραθεί και το σάλιο, εκρού κρούστα λεπτή.
«Θα τη βρω, θα τη σκίσω, και να πα' να γαμηθεί. Θέε μου δώσ' και δύναμη κ' αντοχή.»
Όταν τη βρω, θα τη ρωτήσω, αν απλά έχω κολλήσει ή αν απ' τα σάλια αρρωστήσει.
Τι κατάρα! Μπορεί ή αύριο ή στην τρίτη παρουσία, να βρω ουσία να σκαρώσω τη λύση.
Τι κατάρα! Αυτή και η αγάπη. Νόμπελ στον πούστη που θάβρει το χάπι.
Κάνε να μη έχω αρρωστήσει απ' της νεραιδίτσας τα σάλια και τις αλογοκαβαλίνες.
Αυτό θα ήταν φρικτό, πόσο θα πονούσε; Μέρες, εβδομάδες, μήπως και μήνες;;;
Και κάνε θεέ, να μην έχω σκαλώσει... Αυτό θα'ν χειρότερο, ποιος θα με σώσει;
Κατάρα! Αυτή κ΄ η αγάπη. Φάε πικρό μέλι ανίκανε Σατράπη.
Μου δίνει ένα κουτί με ταμπέλα 'διαμάντια' – με μύρια κοφτερά γυάλινα πετράδια. «Γάντια;»
Ε' ρε κλάμα. «Δεν είδες την ρεκλάμα; Κάνε τάμα, δάγκωσε τα χείλη - Σπάραξε - Κλάμα.»
Ρε, αυτή σου κλείνει το μάτι και μαυρίζει τo δικό σου. Με αφήνει στα χώματα. «Τσούξε, σκώσου.»
Το μόνο που θέλω είναι ένα λεπτό. Τα μαλλιά να της πιάσω, να, να ουρλιάξω, « Σ'ΑΓΑΠΩ »
Γαμώ τα φτερά της, μα την ευχαριστώ, μου έδωσε χρώμα και αυτό της το χρωστώ.»
24/08/11