Παλιά συνήθεια η προσευχή, λυγάει τα γόνατα
του οίκτου.
Ποιές πάλι οι σωστές χαρές;
Τα κραυγαλέα χείλη, ποτισμένα με ορμή,
που θα ξαπλώσουν το κορμί τους;
Ξέπεσαν στα χέρια της ζωής
χειροκροτήματα του έρωτα...
Κι όλο λυγούν τα γόνατα
Όλο τα χείλη ξαποσταίνουν στην σιωπή
Γροθιές τα χέρια, τρέμουν μεταξύ τους.