Submit your work, meet writers and drop the ads. Become a member
Jul 2016 · 371
Trembling Dirt
Annie Potaktos Jul 2016
Spring is a coil when juices boil,
vines that spiral, a lust as viral.

It's the time when I was born,
after a salty summer dawn
when two tired ants stayed home.

Spring is the dawn of a hundred days,
an iris spilt a billion ways.

It's the water in the soil
heavy enough to float on oil.

It's the scent of trembling dirt,
the aroma of clean skirt.

It's the time to be and grow,
something every seed does know.
A little sunshine, a hint of snow.

It's a time to get your ***
and wash your sickle in the flow.
Iron rusts and so does blood
dust is really just dry mud.
Oct 2015 · 303
Short Exchange
Annie Potaktos Oct 2015
I'm dying to see you.
- I'm dying, too. See you.
Jan 2015 · 818
Want I am
Annie Potaktos Jan 2015
All I want is to
   clean the air we breathe
   while drinking from the mud.
    I want to climb up to the sun. I want to
    grow and grow and grow. I want to stand
       against the wind. I want to shade those looking for
        a rest, be their cradle and their nest.  I want to give my
          children to the hungry.  I want to drown to hold the
       dreamers.  I want to burn and warm the workers.
             I want to rot
              and feed
              the
              worms.
              I want
             to grow,
           grow and go.

        I want not to want.
       I want to be a tree.
Oct 2014 · 889
No Colour
Annie Potaktos Oct 2014
There is no colour in your cell
and there's a reason for the smell.

There is no rain which you can taste.
Spit it out, or you get maced.

There is no walking on the grass
bend over, smile and kiss my ***.

There is is no living in a tree.
My books, my laws, no mystery.

You were not raised to be a bird,
you, are a member of the herd.

There is no wingspace in the sky.
You work, you ****, you die.

And you, you have no use for a guitar,
you are a peasant, not a Czar.

There is no colour in your cell.
It is supposed to rhyme with hell.

There is a reason for your cage.
There is a reason for your rage.
Oct 2014 · 782
This Little Pup
Annie Potaktos Oct 2014
This little pup is black and white.
This little pup stays awake at night,
choking on the warmth of the midnigh light.
This little pup is gonna put up a fight.

She's a curious thing,
all angry and cute.
She's a strange little mutt,
whose howl seems mute.

Oh, she cries, but after the storm,
like when she dies, just before dawn.
She scares, but only if she cares.

This little pup is in a state,
which she naturally thinks is not so great.
This little pup is a little gray.
This little pup is gonna be ok.
Jul 2014 · 942
Two Warriors
Annie Potaktos Jul 2014
i knew two warriors,
one who breathed
and one who didn't.
And then he didn't.

Maybe this is a poem
and maybe it isn't.
Jul 2014 · 680
i
Annie Potaktos Jul 2014
i
So much pain i cannot feel it.
So, i deal with it.

Put it in words and deal it.
Put it in drawers and seal it.

They tell me it's good to feel pain.
i tell them i'll cry with the rain
i'll save my tears for the seeds,
the weeds and the insane.
Jun 2013 · 511
Sacred Whine
Annie Potaktos Jun 2013
If I'm to believe in a higher power,
then every second feels like an hour.
When it's spent away from you,
heaven seems plastic and untrue.

But if Gods are a delusion,
then you'll pardon my intrusion.
There's no plan, no we, no "one".
Without love, my soul is gone.

Yet, if this cosmos was designed,
there is a port I have to find.
But if it's simply chemistry and dice,
then my heart can live on ice.

Wake me up when we can travel in time,
when we can turn our blood to wine.
And if you could be mine,
that would be divine.

Is there a God?
I don't know, I haven't met you.
Jun 2013 · 507
We're Wolves
Annie Potaktos Jun 2013
We are not in this to save ourselves
or maybe the only way to save ourselves
is to lose our bodies.

Let the wolves have our flesh
if that is what they want
and if they are hungry.

We are not fighting because we are hungry.
In fact, we are not even fighting
because we don't want to fight anymore.

There is plenty for all.
May 2013 · 482
Of A Muse
Annie Potaktos May 2013
Tirelessly
*h
e
 insisted,
"nobody
kwows
inspiration
negating
god".

"Oh
 friend,

a

muse
undoubtedly,"*
she
explained.
Jul 2012 · 777
Αποσιωπητικά...
Annie Potaktos Jul 2012
Σύννεφα οι λέξεις, ερμητικά κλειστά,
λόγια σε γέφυρες δίχως σχοινιά.

- Γεια σου, τι κάνεις;
- Είμαι καλα...


Μελωδία δανεισμένη σε στόματα στεγνά,
λόγια αληθινά, τόσο σιωπηλά.

Ένας φάρος που τρέμει, πέρα μακριά
λάμπει, χάνεται και στάζει βουβά.
Βλέπει το πλοίο, μην έιναι αργά...

*- Ποτέ δεν είναι αργά, μιλάμε για όνειρα...
- Ναι, όνειρα...
- Κοιμήσου γλυκά...
- Γεια...
- ...
Jul 2012 · 1.3k
Swan Stake
Annie Potaktos Jul 2012
Salty pillow tight against my chest
filled with feathers of an empty nest.
A sweet dream that never lets me rest.

**** the day I saw that swan,
who'd have said it'd be the one
that would teach me how to fly
yet remind me how to cry.

I often pray it would just stay,
but it must fly and fall and play.
To hold it even for a while
would fold it's wings and bend a smile.

I wish it had chosen to lay on my shoulder,
but if it had, it would never grow older.

It could have been mine, but only tied,
and then I'd know I had just lied.
Like nature and all that's wild,
the best coffee is strong not mild.

Awake and free to think of flying
for if I'd kept it, we'd both be dying.

Now I am free to wait again,
no little chicken no grounded hen.
Maybe a swan can learn to love
the one that acted like a dove.
Apr 2012 · 3.3k
Ist das klar?
Annie Potaktos Apr 2012
No, I'm not a capitalist, a socialist or a communist .
I'm not a racist, a fascist or a nationalist.
No, I'm not an idealist, a pacifist or a humanist.
I'm not a Buddhist, a Taoist or an atheist.
No, I' m not an activist, a conspiracist or even an anarchist.
Neither elitist nor philanthropist.

I am just me, there is no twist.
I am simply me, happy to exist,
sick of symbols and ideological mist.
Open your heart and you will see,
it is not me or you, it's we.
Symphony in the cacophony.

Let's tell the king while on his knee,
I am me and we are free and that is how it's gonna be.
You have gone too far, oh mighty Czar,
but we can break any bar, ist das klar?
We are humans, we insist, and from your labels we desist.
We are people and we're ******, oh we promise, we'll resist.

I am me and I am we. I am you and so is she.
We are the leaves of the tree, but what will fall is tyranny
We are I, my oh my, and we shall fight until we die.
We are I so we can fly. We are I and we stand high.

23/04/12
Annie Potaktos Mar 2012
Σα' κρουσταλιασμένοι πιγκουίνοι, τρέμαν μες στο ίδιο το καμίνι.

Καταχείμωνο στην Παγωνία. Παρά το φαινόμενο της υπερθέρμανσης και των υπερθερμοκέφαλων, το κρύο ήταν ανυπόφορο. Βέβαια, από την πρώτη κιόλας στιγμή που οι πιγκουίνοι ξέχασαν πως να πετούν προς αναζήτηση ζέστης, τα πράματα ήταν δύσκολα. Μια ουρά από κάθε πιγκουίνο στιγμάτιζε το κατάλευκο τοπίο, με τους περισσότερους να βηματίζουν με ώμους σκυφτούς και τα χέρια στις τσέπες των κουστουμιών μπας και ζεσταθούν. Ένας από αυτούς κοιτούσε ψηλά, ενώ τα μάτια του είχαν κοκκινίσει απ' τις νιφάδες που προσπαθούσαν να τα κλείσουν. Το βλέμμα του όμως δεν άφηνε λεπτό τα άστρα που του έδειχναν τον δρόμο. Αυτός ο πιγκουίνος δεν είχε όνομα, θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε που σήκωσε κεφάλι. Έτυχε να είναι αυτός. Ο μικρός πιγκουίνος ήταν κουρασμένος και έτρεμε, ήθελε τόσο να κοιμηθεί αλλά φοβόταν πως αν τον έπαιρνε ο ύπνος, δε θα έβλεπε κανένα όνειρο. Ξαπόστασε για λίγο και έστρεψε το κεφάλι του για να χαζέψει την πορεία των άλλων που όλο και μεγάλωνε. Απ’ όπου περνούσαν, έρχονταν και άλλοι για να πορευτούν όλοι μαζί.

Πήγαιναν να τιμήσουν το γέρο-Πιγκοσάββα. Τον γέρο που πέθανε κλωσώντας όσα νιόπουλα μπορούσε να ζεστάνει με μόνο το χαμόγελο του. Κοίταξε πίσω του και σκέφτηκε πόσο παράξενο ήταν το πλήθος. Πιγκουίνες και πιγκουινάκια. Άλλα βρώμικα κι άλλα καθαρά, άλλα χορτάτα, λίγα πεινασμένα, άλλα τρομαγμένα και άλλα μαλωμένα κι άλλα πάλι άφοβα και αποφασισμένα. Του έκανε εντύπωση ένα έλκηθρο, που τραβούσαν δύο πιγκοπαλίκαρα. Στο έλκυθρο ξάπλα δυο πληγωμένοι και από παλιά τσακωμένοι πιγκουίνοι, που είχαν πιάσει από ανάγκη κουβεντούλα για να περνά η ώρα και για να δουν πώς θα βγάλουν το μακρύ χειμώνα. Φάνηκε να καταλαβαίνονται. Ο μικρός πιγκουίνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του έχοντας πάρει μια στάξη ακόμα θάρρος για το μακρύ δρόμο προς το αύριο. Είχαν δρόμο μιας δύσκολης μέρας ακόμα. Μετά λοιπόν από ένα μαρτυρικό βράδυ που κύλησε στο πόδι, έφτασαν σε έναν λόφο που από τηνκούραση, φάνταζε βουνό πανύψηλο.

Αφού πήραν μια ανάσα, κίνησαν για να αποχαιρετίσουν τον Πιγκοσάββα σε ύψωμα, όπως ταίριαζε στο ψηλό του ανάστημα. Όλοι τους άλλωστε ήταν αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι που όσο και αν τους τραβούσαν το αυτί, εκείνοι κρατούσαν. Καθώς ανέβαιναν, ο αργός αλλά σίγουρος βηματισμός τους ενόχλησε το Βορρά, που τρόμαξε από το νιόβρετο θάρρος τους. Πήρε κι ο αέρας αυτός λοιπόν βαθιά ανάσα και έστειλε τα τσουχτερότερα ρεύματά του για να σκορπίσει τα ανόητα και αυθάδικα πιγκουινάκια. Ούτε ένα δεν έκανε βήμα πίσω. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα στην κορφή και είχαν όλα στο μυαλό τους την αυτοθυσία του Πιγκοσάββα, που χρόνια κλώσαγε όχι μόνο τα μικρά της αγαπημένης του, αλλά και κάθε μοναχού αυγού, και ας ήταν αλλονού, γιατί το δικό του νου ζέσταινε το χτυποκάρδι κάθε μικρού πουλιού, είτε τυφλού, είτε κουτσού, είτε ξιπασμένου, είτε κωφού, είτε κουζουλού, Ζουλού, λιχνού ή παχουλού.

Με τα πολλά και παρά τις προσπάθειες του Βορρά, έφτασαν στο μεγάλο χαράκι που θα ξαπόσταζε ο γέρο-Πιγκοσάββας για τελευταία φορά, όπου και σταμάτησαν. Έτσι όπως ήταν ιδρωμένοι από το ανέβασμα και κουρασμένοι από την πορεία, η υγρασία στα παπούτσια τους άρχισε να κρουσταλλιάζει. Ασυναίσθητα, εκεί που όλοι ήταν απλωμένοι γύρω από το φέρετρο, άρχισαν να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον ώμο-ώμο για να προφυλαχθούν από το κρύο. Ο μικρός πιγκουίνος άρχισε να στριμώχνεται στο κέντρο ανάμεσα σε πιγκουίνους που είχε γνωρίσει στην πορεία, μερικοί από αυτούς μύριζαν από την απλυσιά αλλά κανέναν δεν τον ένοιαζε. Γρήγορα, όσοι ήταν στο κέντρο άρχισαν να νιώθουν τη διαφορά και όλοι έσπευσαν να τρέξουν εκεί. Ο μικρός έστρεψε μια ακόμη φορά τα μάτια γύρω του και όπου κι αν κοίταζε, έβλεπε μόνο άσπρο και μαύρο που έσπαγε το γκρίζο, χωρίς χρώματα και διαφορές... Ασπρόμαυρα, καθαρά και απλά όπως το καλό και το κακό. Χαμογέλασε και από την θαλπωρή άρχισαν να κλείνουν τα μάτια του και να σκάει από τη ζέστη. Συνειδητοποίησε όμως πως μερικοί πιγκουίνοι στην εξωτερική πλευρά του κύκλου ακόμη κρύωναν.

Δεν ήταν ακόμη ώρα για όνειρα. Σήκωσε ξανά το κεφάλι για να βρει διέξοδο και σπρώχνοντας για να βγει από το κέντρο, πήγε στα άκρα να βρει τους πιγκουίνους που ακόμη κρύωναν και τους έστελνε στο κέντρο. Και ξανά στα άκρα και ξανά. Μόλις ξεκρουστάλλιαζαν εκείνοι που βοήθησε, πήγαιναν με τη σειρά τους να αντικαταστήσουν άλλους που κρύωναν , μέχρι που κατάφεραν κανείς να μη σκάει από τη ζέστη και κανείς να μη ξεπαγιάζει.

Σιγά-σιγά, τα σύννεφα άρχισαν να αραιώνουν, σα΄ να τα διέλυε η θέρμη του πλήθους που άγγιζε τα ουράνια. Κάπου εκεί έγινε και το θαύμα, μέσα από τη χαραμάδα που αχνάνοιξε, μια μοναχική ακτίνα φωτός έλουσε τα φτερά τους, λιώνοντας το χιόνι και στο χρόνο που διαρκεί μια σκέψη, άρχισαν να πετούν μαζί σαν αετοί. Αετοί που δεν είχαν πλέον ανάγκη τον ήλιο να παρακαλούν. Έκαναν έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τον ήλιο, τον γάτζωσαν με τα ακρόνυχα τους και κατάπιαν από ένα κομμάτι ο καθένας που θα έκαιγε στην καρδιά του για πάντα. Με αυτό τον απλό τρόπο έμαθαν να μη κρυώνουν και ορκίστηκαν να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να πεθάνει ένας Πιγκοσάββας . Ήξεραν πια, ότι, μόνο αν σταθούν μαζί ώμο-ώμο, πλάτη-πλάτη, θα ζεσταίνονται και ποτέ πια δε θα πιάνουν κρούσταλλα τα αετόφτερά τους.
Annie Potaktos Jan 2012
Όλες μοιράζονται ένα κοινό:
κάθε μια θυμίζει γυάλινο γλυπτό.
Ξεκινάς μαζεύοντας άμμο δίπλα στο νερό.

Έπειτα ξύλα θα σηκώσεις και κλαριά,
θα χωρίσεις ξερά από χλωρά
βαδίζοντας τον δικό σου Γολγοθά,
ταΐζοντας του πόθου την πυρά.

Κ' αν με τον κόπο πάρει ο φούρνος θερμά,
πλάθεται και το γυαλί γοργά.
Ύστερα μόλις το δροσίσει  ο χρόνος,
οφείλεις να το δουλέψεις μόνος.

Τούτη ειν' κι πιο δύσκολη στιγμή.
Κράτα την αναπνοή με υπομονή.
Δούλεψε με στοργή, ξορκίζοντας τη ρωγμή.
Είναι όμως και η ώρα της χαράς:
θυμήσου, το δώρο της ομορφιάς δεν ήρθε μονομιάς.

Ας μαζέψεις αργά την άμμο και τα κλαριά
έχοντας μια σκέψη μόνο στην καρδιά.
Σαν βγει απ΄ το φούρνο το γυαλί,
πάντα είχε τούτη τη μορφή.

Άμμος ονειρεύεται να γίνει πάλι,
να βρει το κύμα στ' ακρογυάλι.
Jan 2012 · 669
Καλή Βολή
Annie Potaktos Jan 2012
Όταν ψάχνεις την τέλεια βολή,
κρατώντας τρεμάμενη την ελπίδα
στου τόξου την χορδή
και 'χεις το νου σου σε μπαμπακένιους
ουρανούς να περπατεί,
ειν' μυριάδες της Εύας οι καρποί.

Γιατί σε έναν να μην κρυφτεί
του βέλους η ακμή;
Και γιατί πατέρα να μην είναι
τούτους ο λωτός του κήπου
ο πιο γλυκός;

Γιατί; Γιατί πάντα φροντίζει η καρδία
την ελπίδα να κάνει ακριβή;
Jan 2012 · 939
L.A.mentary
Annie Potaktos Jan 2012
There'll come a day when you conquer L.A.
And it won't be cause of your pretty eyes.
It will be cause they went from red to wise.

There'll come a day when you conquer L.A.
There'll come a day. Tears dry, they don't stay.

It won't be cause you stooped to lies,
it'll just dawn, like you were born to rise.

It's no mystery, love, we are born in slavery,
not to flee, but to learn how to walk free.

It's no mystery. We all suffer you see, albeit unequally.
Life will guarantee a ride to make your eyes go wide.
Don't close 'em. Keep your balance on the tide.
Some days, there'll be someone by your side,
sometimes their hands will be tied.
No need to scream. No need to hide.
Don't forget it's just a ride.

How can we smile if we don't weep?
How can we dream if we don't sleep?

You'll sail through waters dark and deep
to reach mountains I promise are steep.

And when you feel you've travelled enough,
when your tired and the sea looks too rough,
the blood on your feet will prove you're tough.
It will grease your ankles and loosen the cuff.

There'll come a day when you don't need to pray,
a winters day with your very own personal ray.
Annie Potaktos Jan 2012
So one more Saturday waiting by the door.
So once more, sick of feeling insecure.

Quarter past late but we both know I'll wait.
And if you ask, I'll smile, “Hey, I'm great!”

**** corners of my mouth that twitch,
moving the sand that covers my ditch.

**** you for making me write clichés.
Dumb me for counting all the days.

Too hard to end and sound uplifting,
give me a hand, I'm slowly drifting.

But no, like Edith, I regret nothing.
No, not a thing, I'm the one that makes me sing.
Annie Potaktos Dec 2011
I decided to what I fear,
the voice of Robin Williams
was the only thing I could hear.
"Carpe diem." Love 'em and see 'em.

As I looked over the brink,
scared that I would sink,
I held my nose but never blinked.

Who cares what they think?
Would I flourish, live, become extinct?

Who cares if I cried out loud,
or if someone laughed out in the crowd?

And what happened in the end
Wait! we're not there yet.

Live the moment, take the bend.
Love em' and see 'em.

What else is it but a bet?
How much did he say he'd lend?
Is what's written really set?
Will I be rescued by a net?

All I know is what I know...
After all, only I was there,
grabbing time from its very hair.
Hanging from her wavy hair.

I remembered, this is no maths, no long division.
It is simply a decision, great to see you gotta go.
Thinking of you through rain, deserts and snow,
while flying high, while keeping it low.

What I know is all I know.
It's you - you knew - or are you new?
Either way I'm glad its so
Love to love ya, gotta flow.
13/08/10
Dec 2011 · 1.1k
Chromatosed
Annie Potaktos Dec 2011
I hear you cry, it makes me look down and to the right. I sigh.
I miss the sparkle in your eye, your laugh and how it makes me high.

I have to make your tears go, but how? I know, a rainbow, now.

I'll tear the blue out of the sky to paint your ceiling with its dye.
I'll **** the orange from the sun. I'll throw it on your walls ***.
I'll strip the green from a willow to splash all over your pillow.
I'll squeeze the poppies for their red and spray it on your bed.

I'll steal the violet from an orchid and spill it on your floor kid.
I'll scrape the yellow off a bee and sprinkle stars for you to see.
I'll ****** the silver from the moon 'n' pour it all over your room.
I've gotta rush and do this soon, I cannot stand to see your gloom.

So, I grab my bag and start to fill it, I run a mile in a minute.
I reach your home and yeah, your there, still sitting in that chair.
Before you can tell me to stay, I shout, “I'll make your day.”
I dip my hand into my sachet, only to see it come out grey.

And looking at my hand I understand, why it's all so bland.
My withdrawal clouded my reason, colours fade as in season.
It wasn't me who took the hue, it wasn't you. It was simply due.
Leaves will come back to the trees, the sun shall shine again with ease,
when the gale turns to breeze and when the waves leave the seas.

While trying to tie all iris in a bow. I forgot what you very well know.
Clouds come and colours go, washed by rain and covered by snow.
Sometimes we just feel low, we rest, we weep, but then we glow.
09/12/11

for L.A.
Annie Potaktos Dec 2011
Τραπεζών φάλαγγα σκόρπισε παντού,
κάθε σπίτι μια χαψιά χάρη ΔΝΤ.
ΧΑΪΛ!
Τραπεζών φάλαγγα σε κάθε γειτονιά,
ήρθαν τα μνημόνια, τέρμα τα ψωμιά.
  
Spread μου υψηλό, άλλο δε μπορώ,
θάνατος και πείνα μέσα στο ευρώ.
Και μέσα στη Βουλή όλα είν' καλά,
μας πήρανε τα λίγα και φάγαν τα πολλά.

Τραπεζών φάλαγγα  σε καθέ λαό
θεέ μου δεν αντέχουμε άλλο σώσιμο.
ΧΑΪΛ!
Τραπεζών φάλαγγα, Ε.Ε. και ΔΝΤ.
Παχαίνουν με τα χρήματα του φτωχού λαού.

Τρέχουν και τα ΜΑΤ για την Τρόικα,
έρχονται με γκλομπ και με χημικά.
Μες το Σύνταγμα, άναψε φωτιά
που 'κανε τη θάλασσα να νιώσει ζεστασιά. 

Τραπεζών φάλαγγα πήρε τα λεφτά,
ήρθαν για χαράτσια μα δεν έχουμε βρακιά.
ΧΑΪΛ!
Τραπεζών φάλαγγα άκουσε καλά
πάρε τα μνημόνια και άντε γεια χαρά.
**ΟΥΣΤ!
18/11/12
Annie Potaktos Dec 2011
Τέλος Αυγούστου. Λάβρα υποφερτή.
Καλή παρέα και ήσυχο νησί.
Ψάθινα καπέλα, ατμόσφαιρα γιορτινή.

Ταινία Χίτσκοκ του πενήντα, θερινή προβολή.
Καμένο βούτυρο μ' αλάτι.
Ξέσκεπο σπίτι μοιάζει παλάτι.

Μπουρμπουλήθρες σκαρφαλώνουν καλαμάκια.
Σκέψεις που τριγυρίζουν σε ημίφωτα σοκάκια.
Κώλοι ανήσυχοι, βρακιά με σαράκια.

Καρέκλες και γρανίτες να τρίζουν
Μάτια στο πανί κ' όμως σβουρίζουν.
«Σσσσ.. τα σποτ αρχίζουν,
να κάτσουν όσοι ψωνίζουν.»


Ρόδινα μάγουλα, πιασμένα.
Πόδια στις μύτες κουρασμένα.
Κουνούπια τρέχουν για παρέα.
Κλέβουν τη λάμψη του προβολέα.
Αντίθεση στη σκιά, δέκα και εννέα.

Και με λίγους να το παίρνουν χαμπάρι,
δεκάδες πεφταστέρια, δίπλα στον Άρη,
να ζηλεύουν την αίγλη των κουνουπιών.
Να σκάσουν στα πόδια των τραπεζιών.
Να σκορπίσουν, με φόντο το γέλιο παιδιών.

Να γδάρουν και αυτά ταλαίπωρα πόδια,
Να κάνουν πληγές σα' σπασμένα ρόδια.
Να απαιτήσουν, για άλειμμα, λάδια.

Να ουρλιάξουν αμέσως για χάδια.
Να κινήσουν χέρια ν' ακουμπήσουν.
Όλα και όλοι... να τσιμπήσουν.

Ρολόγια γυρνούν, οι καθισμένοι σιωπούν
κ΄οι κακοί της οθόνης... καραδοκούν.
Είναι η ώρα των άστρων, των ηθοποιών.
Πτώσεις κάστρων και όνειρα φτωχών.

Ξάφνου έκρηξη. Φώτα τοίχων πλαϊνών
και οι κινήσεις τραπεζιών
διώχνουν ελπίδες ζουζουνιών.
Τα πεδιλάκια αρχίζουν να σέρνονται
παίρνοντας μαζί χαλίκι και στενά.
Τα στόματα υγρά, τα χείλη μάλλον στεγνά.

Σα' να μην έφταναν όλα αυτά,
τραβάνε για μέρη πιο εξωτικά.
Κοσμοπόλιταν χωρίς σαματά.

Με περίσσια ψάθινα καπέλα
τώρα η σιέστα μοιάζει με τρέλα..
Πλώρη για τραγούδια λατίνικα.
ίσως ταγκό αργεντίνικα...
ίσως και κάποια φύλλα φοίνικα...

Προτού τα πέδιλα κάτσουν να λυθούν,
έχουν λίγα ακόμη σκαλιά να ανεβούν.
Τα κουνούπια ξανά, να δουλεύουν
και τα θαμπωμένα μάτια ξεθρασεύουν.
Τα ρόδινα μάγουλα έχουν γίνει πορφυρά.
Με χρώμα να τραβά όσους κοιτούν ψηλά.

Όσοι όμως και αν περνούν, όσοι και αν κοιτάν'
όσοι και αν πίνουν ή παίζουν και χαμογελάν,
οι δύο στο μπαλκόνι νιώθουν μόνοι, ξυπνάνε οι πόνοι.
Μόνοι από τσιμπήματα. Πόνοι από ποιήματα.

Τα χέρια τους θέλουν τρίψιμο.
Πυρετός και ρούχα για στύψιμο.
Οι καρέκλες το χαβά τους, ξανά τρίξιμο.
Δε κάνουν όμως τίποτε για το πρήξιμο.

Το ποτό αντί για αναλγητικό, αυξάνει τον ερεθισμό.
Οιδήματα και αλκοολούχα αφεψήματα
σα' καλοί φίλοι ανταλλάσουν μηνύματα.
Και τα μάτια να μη προφταίνουν τα σήματα.
Παίζει να έχουμε θύματα...

Θα περάσει ο πόνος; Θα μείνει κανείς μόνος;
Εεεεε! Αυτό θα το δείξει μονάχα ο χρόνος.

Σιγά, μια νύχτα είναι, θα περάσει.
Το γιατροσόφι θέλει βράση να κοχλάσει,
το τσουκάλι να σκάσει, το γιάμα να δράσει.
Το καλό το τσίμπημα θα το δείξει η πορεία.

Κάθε τι άλλο θα 'ταν αμαρτία.
Γλυκό ίσως, αλλά αμαρτία.
Ο ιερέας του νησιού κοιτά και απορεί,
«Classic Black ή γιορτή;»

Τι τέλεια νύχτα. Σαν ταινία,
δίχως ανάγκη για φαντασία.
21/08/11
Annie Potaktos Dec 2011
Που Θα Βρω Μούσες; Βρωμούσες.

Κατάρες! Με ξόρκια και λόγια μαγικά, τοσοδούτσικα πόδια και βρώμικα φτερά.
Κατάρες! Με ραβδιά, αμπρακατάμπρες, μάτια που σπάνε δήθεν άντρες και χάντρες.
Κατάρες! Με επισκέφτηκαν πάλι. Δε με ρωτάν για τη ζάλη ή το πρωινό το χάλι.
Κατάρες! Με φτύνουν, με ζαλίζουν, με πρήζουν και αν έχουν ρυθμό μ' υπνωτίζουν.

Και τι δε θα 'δινα να με κοιμίζουν....Πολλοί τις αγαπούν μα όλοι τις βρίζουν.
Τις βρίζουν σαν έφηβη αλεπού, που σιχαίνεται τις ρόγες του κακού κηπουρού.
Και ναι, με κάνουν να νιώθω γκουρού, να ξεχνάω τα γουρούνια, που και που.
Μα φεύγοντας μ' αφήνουν σε μαύρο χάλι και ποτέ δε μου λέν' πότε θα ΄ρθουνε πάλι.

Μα τον Μανιτού, μα τον Άρη! Ερμή, σανίδα και παπάρι!! Τι έχουν; Πασπαρτού;
Πόρτες με μπάρες, παράθυρα με τάβλες, αλλά αν έχουν καύλες, μπαίνουν παντού.
Τσιρίζουν, τσιγκλίζουν, τα σχέδια σχίζουν και στην παλέτα μου αφήνουν σκατά.

Πιάνω το πινέλο και το βουτώ μες σ' αυτά, πριν προκάνουν να πήξουν ξανά.
Γιατι ξέρω, ξέρω πως την αυγή με το γάλα, τρών ' αστέρια και ουράνια τόξα.
Και πασχίζω από μια στάλα να πάρω απ' τ' άστρα τη σκόνη κ΄ απ΄τα τόξα τη δόξα.

Στην αρχή ζητούσα το φιλί και 'στήνα φάκες μπας και ξαναρθεί. Ποιό φιλί;
Δεν έχω δει καμιά να ακουμπήσει, να λύσει τις μπότες, να στρώσει ή να κοιμηθεί.
Είναι τόσο άπιαστες όσο κ' αηδιαστικά όμορφες. Τόσο γοητευτικές τόσο κακόμορφες.

Μια την πρόλαβα χτες, εγώ ήθελα φιλί, εκείνη να φταρνιστεί. Σάλια και σκόνη ασημί.
Την έπιασα απ' τα φτερά. Κ΄ όσο αν δάγκωσα γερά, αυτή, χαχανίζόντας, πέταξε ψηλά.
Έκοψα όμως δυο πούπουλα. Με τα πόδια στις μύτες τη γαργάλισα στην πατούσα.
Να φταρνιστεί ξανά να κλέψω ασημόσκονη. Να στολίσω κ' γω μιαν Αρετούσα.
Με το άλλο το πούπουλο η πένα πήρε φωτιά. Απαντούσε σ' ό,τι ρωτούσα - πετούσα.

Με πήρε ή ώρα. Χάθηκα και 'γω στης πένας μου τη χώρα, μ' έλουσε η μπόρα.
Έτρεμα λίγο, πεινούσα και διψούσα. Σα' ξεδοντιασμένος τη δόση μου ζητούσα.
Που ήταν η βρωμούσα να με φτύξει; Με του μύστη τον μανδύα να με τυλίξει.

Ρώτησα μάγους και παπάδες, «Πού είναι οι νεράιδες κ' οι πολύχρωμες κουράδες;
Ποιόν να μαγεύουν; που να γυρίζουν και τι να γυρεύουν; Τι σκατά μαγειρεύουν;»

Με έστειλαν, με γέλιο από σατιρική παράσταση, στου Χριστού την τρίτη ανάσταση.
Η ασημόσκονη είχε χαθεί, το σκατό ξεραθεί και το σάλιο, εκρού κρούστα λεπτή.
«Θα τη βρω, θα τη σκίσω, και να πα' να γαμηθεί. Θέε μου δώσ' και δύναμη κ' αντοχή.»

Όταν τη βρω, θα τη ρωτήσω, αν απλά έχω κολλήσει ή αν απ' τα σάλια αρρωστήσει.
Τι κατάρα! Μπορεί ή αύριο ή στην τρίτη παρουσία, να βρω ουσία να σκαρώσω τη λύση.
Τι κατάρα! Αυτή και η αγάπη. Νόμπελ στον πούστη που θάβρει το χάπι.

Κάνε να μη έχω αρρωστήσει απ' της νεραιδίτσας τα σάλια και τις αλογοκαβαλίνες.
Αυτό θα ήταν φρικτό, πόσο θα πονούσε; Μέρες, εβδομάδες, μήπως και μήνες;;;
Και κάνε θεέ, να μην έχω σκαλώσει... Αυτό θα'ν χειρότερο, ποιος θα με σώσει;
Κατάρα! Αυτή κ΄ η αγάπη. Φάε πικρό μέλι ανίκανε Σατράπη.

Μου δίνει ένα κουτί με ταμπέλα 'διαμάντια' – με μύρια κοφτερά γυάλινα πετράδια. «Γάντια;»
Ε' ρε κλάμα. «Δεν είδες την ρεκλάμα; Κάνε τάμα, δάγκωσε τα χείλη - Σπάραξε - Κλάμα.»
Ρε, αυτή σου κλείνει το μάτι και μαυρίζει τo δικό σου. Με αφήνει στα χώματα. «Τσούξε, σκώσου.»
Το μόνο που θέλω είναι ένα λεπτό. Τα μαλλιά να της πιάσω, να, να ουρλιάξω, « Σ'ΑΓΑΠΩ »
Γαμώ τα φτερά της, μα την ευχαριστώ, μου έδωσε χρώμα και αυτό της το χρωστώ.»
24/08/11
Annie Potaktos Dec 2011
When pressed for lyrics on demand
I usually find some words at hand.
When wanting to sound sweet,
a rhyme can be a treat.

However, when writing about you,
the words aren't cheesy but true.
Yet, for all the wordplay art,
I can't make a dent in your heart.
But don't expect me to despair,
my soul is fueled by this dare.

And if I wanna be one of the tough,
a seven-nation army won't be enough.
If I wanna have a chance of a dance
or a simple trance inducing glance,

I cannot wimp, scour or retreat
I will not bow in front of fear's feet.
I will only bow to your feet,
so make sure they're clean. :P

I will not forsake this dream
cause first of all you'd be disappointed
and really that's reason enough...
02/05/11
Dec 2011 · 2.2k
Beware the Bohém
Annie Potaktos Dec 2011
Be afraid of the bohém, they may write you a silly little poém to make you love 'em.
Or even worse, in reverse, with their verse, coerce your mind and soul to converse.
And even if their ascent is traverse and the obstacles adverse, routes to them are diverse.

They refine their craft to give you a raft, don't be daft, they rehearse for the terse,
tiptoeing over the perverse, not wanting to averse. They wanna choke the horses of your hearse.
They have no need to beg and plead. Just a wish to slap your ***, your steed.
They just wanna make fear disperse for it they accurse, knowing well it's a curse.
No need to look for your purse. Your courage will theirs reimburse
and your smile their swollen fingers nurse.

See, the reaper wants the tails of coins thus places them on eyes faced reverse.
The bohém kick groins and leave traces but from coins take a print of the obverse.
Why? Cause they want not heads, but what's in them. They want your head to stay ahead.
Cause when a head is spiked by tails and filled with flashy tales, it is as good as dead.
They want to help you stay afloat - forget about the raft, think bigger, think of a boat.
Like evergreen crickets they ask you to disburse your fears and reverse your tears.

They ask not for a penny, just a thought or two, not many.
Like the ***** eyed and slightly sane miss Moneypenny.
Some call it a gift, many a curse. A curse the bohém can inverse
cause they submerse spirit in a lyrical sea and lower the stars for you to see.

Remember and beware, if you reward them with something as simple a stare,
you could be blinded by a hearty glare. Now you've been reminded, all's fair and square.
So why not just stay there? It's just your spirit they may ensnare like a hare,
only to mend it's wounded knee so that it can again hop away and be free.

Art is the heart of the bohém and their heart is their art.
So if you ever want to, thank them not with money but with a snack,
sprinkle a piece of your heart with honey. They'll bite it and give you two back.
Eat one too and make like a dove to flee to the place you really want to be.
Ride the waves like Nikolai's bumblebee and fulfill your uncharted destiny.
26/08/11
Dec 2011 · 2.8k
The Lying Game
Annie Potaktos Dec 2011
There were once men, playing a lying game.
They had no heart, they knew no shame.
Like Sirens, what their songs told,
were stories of flesh on beds of gold.

Merely this, is what their songs were about,
for wine and flesh they lusted sparing doubt.
For all their bubbles, fizzle, show and gleam,
true love for them was but a funny little dream.

Some, it is true, had  the voices of blue suede kings.
Yet, danced on rubble, coughing smoke, 'n' kissing rings.
Thankfully, their lyrics were quite naturally cold,
faintly sparkling true hearts, despite their gold.

No songs can, in the spirit, ever remain,
or one's path meaningfully ingrain,
unless dotted by a hearty blood stain.

Still, some blind and sleepy were enticed,
those who dropped their heart, who'd lost their *****.
Much like a robber, who rests his gun in a heist.

Others, scrambled to plug their ears
wishing to avoid both song 'n' tears.
They knew not, that when fighting fear,
'tis not enough to keep it from getting near.

Simply stuffing their ears with wax,
failed to fade the hottest new tracks,
cause tanks groove on these tracks.

As tanks, they pop 'n' roll till you die.
Therefore... relax, pick your time, and lie,
not to your conscience, but on the ground,
so they pass over you, leaving you safe 'n' sound.

"You cannot fear what you haven't tried."
Remember, Odysseus wasn't deaf, only tied.

He, chose to fight and listen to the Sirens' songs,
using threads of logic, to keep from snapping their thongs.
Tightroping on wrong, he but fell to the song.
He wailed and spat, yet, somehow grabbed the gong.

And after a short but needed rest, after this soul defining test,
he did not lament the virgins lost, but carried on with his quest.
He, knew the lying men and their calls were real,
but to forms he didn't kneel, nor aimed to cut a deal.

He, stuck to his dreams doing his best to warn and tell the rest,
that though Sirens charm, they harm. "'Tis Ithaca who gives zest.'"

So, next time you see the chanting men of lies,
and their enchanting plastic bunnies in bow ties,
know that rhyme and shine may polish coal,
but listening to your heart should be the goal.
*"With a twist of logic to correct your steer,
you will run through fear, and forever, keep it rear."
22/07/11

For my little niece Karma & my new hermana.
Dec 2011 · 1.2k
Train your brain
Annie Potaktos Dec 2011
Train your brain,
avoid ignorance's stain.
Let them think you are going insane.
And if the quest for knowledge seems mundane,
know that no honest question is in vain
and that only wisdom will remain.
Why stay the same? - Reign.

Yet don't do it just for gain,
it's never worth the wailing of the slain.
Aim to ease suffering and pain.
Don't strive to strike a gold vein.
And even though gold looks bright,
it's true value is the path of a meteorite.
For all should be in enlightenment's name.
that will be your crutch, your sharpened cane.

Laugh at the rats' looks of disdain.
They plan to knock you off your horse
and onto their plain.
Hold on firmly to the rein.
If you are slipping, bite the mane.
Rise over them on wisdom's crane
Let that lift you like a plane.
Reach the clouds to make rain and
let the flow of logic wash your brain.
Flood the rats down the drain
flushing doubt's very last grain
till no shiny distractions remain.

So stay on the rails
of that train of thought.
Steady your tracks with nails,
hang on even if you're losing nails.
Make the lot look like snails
and drive them off the rails.
Cause ******* walks, but savvy sails.
Savvy?
22/05/11
Dec 2011 · 1.9k
Fairies and a Fugly Frog
Annie Potaktos Dec 2011
Art is food for the heart and like food it is often hard to find.
It might come from a source that is renewable,
yet how many have forgotten that the brain is even usable.

The inspiration we seek comes from inside our own mind
where the fairies wait, having fed on our own experiences, wishing to unwind.
But as full as they may be, one can clearly see
that they cannot make art till they jump on our heart in hope of making it start.
They first have to tickle it with their little feet
before it can even begin to produce an audible beat.
Maybe giving an idea for a visual treat or a literary feat.

These fairies each come from different locations
as imagination is not limited by any dimensions.
In the world of creation, pain has long been a mighty fairy-nation,
the muse of separation, the dictator of desperation,
the soul's frozen animation, a generous, fugly frog of inspiration.

So next time you feel blue, channel that blue stream into a pen
and you may start to feel better again. Blow a kiss to that frog,
clearing the misty lake from fog. There is no call for divination,
simply let the frog jump in celebration all over your pond(ering)'s stagnation
and it will stir the waters in its elation.

Embracing pain not only does wonders for creation,
it also helps dull that cruel yet just sensation.
14/06/11
Dec 2011 · 1.3k
Dear Nina.
Annie Potaktos Dec 2011
Dear Nina, yet to be born,
my life you may never adorn,
but, I'll be your port in a storm
and your anchor at Cape Horn.

You are the blood I lose cut by a thorn
and the tear that splatters on the lawn.
And know that when salt glazes your look,
There will be me, swinging a hook,
to grab and change your passing luck.

If you ever breathe and cry,
forgive my worried sigh.
I won't lie, 'tis cause I'll be afraid to die.
Cause you'd whale and scream out, “why?”

Yet, even though, it's you
that will make me fear death,
know this is only true since
it is you who really gave me breath.

My sole reason for not wanting to leave,
ain't the silly reaper or grieve.
It's cause you make me believe.

I may not have seen your starry smiles,
for which I'd drag galaxies for miles.
I may not have heard your earthly giggles,
which I'd chase with tricks 'n' tickles.

Yet, I wanna put you on my shoulders and give you a lift.
I wanna wrap up the universe and tell you it's a gift.
For you. For being, if only in my dreams,
a supreme being truly worthy of freeing.
23/08/11

— The End —