Submit your work, meet writers and drop the ads. Become a member
Annie Potaktos Jun 2013
If I'm to believe in a higher power,
then every second feels like an hour.
When it's spent away from you,
heaven seems plastic and untrue.

But if Gods are a delusion,
then you'll pardon my intrusion.
There's no plan, no we, no "one".
Without love, my soul is gone.

Yet, if this cosmos was designed,
there is a port I have to find.
But if it's simply chemistry and dice,
then my heart can live on ice.

Wake me up when we can travel in time,
when we can turn our blood to wine.
And if you could be mine,
that would be divine.

Is there a God?
I don't know, I haven't met you.
Annie Potaktos Jun 2013
We are not in this to save ourselves
or maybe the only way to save ourselves
is to lose our bodies.

Let the wolves have our flesh
if that is what they want
and if they are hungry.

We are not fighting because we are hungry.
In fact, we are not even fighting
because we don't want to fight anymore.

There is plenty for all.
Annie Potaktos May 2013
Tirelessly
*h
e
 insisted,
"nobody
kwows
inspiration
negating
god".

"Oh
 friend,

a

muse
undoubtedly,"*
she
explained.
Annie Potaktos Jul 2012
Σύννεφα οι λέξεις, ερμητικά κλειστά,
λόγια σε γέφυρες δίχως σχοινιά.

- Γεια σου, τι κάνεις;
- Είμαι καλα...


Μελωδία δανεισμένη σε στόματα στεγνά,
λόγια αληθινά, τόσο σιωπηλά.

Ένας φάρος που τρέμει, πέρα μακριά
λάμπει, χάνεται και στάζει βουβά.
Βλέπει το πλοίο, μην έιναι αργά...

*- Ποτέ δεν είναι αργά, μιλάμε για όνειρα...
- Ναι, όνειρα...
- Κοιμήσου γλυκά...
- Γεια...
- ...
Annie Potaktos Jul 2012
Salty pillow tight against my chest
filled with feathers of an empty nest.
A sweet dream that never lets me rest.

**** the day I saw that swan,
who'd have said it'd be the one
that would teach me how to fly
yet remind me how to cry.

I often pray it would just stay,
but it must fly and fall and play.
To hold it even for a while
would fold it's wings and bend a smile.

I wish it had chosen to lay on my shoulder,
but if it had, it would never grow older.

It could have been mine, but only tied,
and then I'd know I had just lied.
Like nature and all that's wild,
the best coffee is strong not mild.

Awake and free to think of flying
for if I'd kept it, we'd both be dying.

Now I am free to wait again,
no little chicken no grounded hen.
Maybe a swan can learn to love
the one that acted like a dove.
Annie Potaktos Apr 2012
No, I'm not a capitalist, a socialist or a communist .
I'm not a racist, a fascist or a nationalist.
No, I'm not an idealist, a pacifist or a humanist.
I'm not a Buddhist, a Taoist or an atheist.
No, I' m not an activist, a conspiracist or even an anarchist.
Neither elitist nor philanthropist.

I am just me, there is no twist.
I am simply me, happy to exist,
sick of symbols and ideological mist.
Open your heart and you will see,
it is not me or you, it's we.
Symphony in the cacophony.

Let's tell the king while on his knee,
I am me and we are free and that is how it's gonna be.
You have gone too far, oh mighty Czar,
but we can break any bar, ist das klar?
We are humans, we insist, and from your labels we desist.
We are people and we're ******, oh we promise, we'll resist.

I am me and I am we. I am you and so is she.
We are the leaves of the tree, but what will fall is tyranny
We are I, my oh my, and we shall fight until we die.
We are I so we can fly. We are I and we stand high.

23/04/12
Annie Potaktos Mar 2012
Σα' κρουσταλιασμένοι πιγκουίνοι, τρέμαν μες στο ίδιο το καμίνι.

Καταχείμωνο στην Παγωνία. Παρά το φαινόμενο της υπερθέρμανσης και των υπερθερμοκέφαλων, το κρύο ήταν ανυπόφορο. Βέβαια, από την πρώτη κιόλας στιγμή που οι πιγκουίνοι ξέχασαν πως να πετούν προς αναζήτηση ζέστης, τα πράματα ήταν δύσκολα. Μια ουρά από κάθε πιγκουίνο στιγμάτιζε το κατάλευκο τοπίο, με τους περισσότερους να βηματίζουν με ώμους σκυφτούς και τα χέρια στις τσέπες των κουστουμιών μπας και ζεσταθούν. Ένας από αυτούς κοιτούσε ψηλά, ενώ τα μάτια του είχαν κοκκινίσει απ' τις νιφάδες που προσπαθούσαν να τα κλείσουν. Το βλέμμα του όμως δεν άφηνε λεπτό τα άστρα που του έδειχναν τον δρόμο. Αυτός ο πιγκουίνος δεν είχε όνομα, θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε που σήκωσε κεφάλι. Έτυχε να είναι αυτός. Ο μικρός πιγκουίνος ήταν κουρασμένος και έτρεμε, ήθελε τόσο να κοιμηθεί αλλά φοβόταν πως αν τον έπαιρνε ο ύπνος, δε θα έβλεπε κανένα όνειρο. Ξαπόστασε για λίγο και έστρεψε το κεφάλι του για να χαζέψει την πορεία των άλλων που όλο και μεγάλωνε. Απ’ όπου περνούσαν, έρχονταν και άλλοι για να πορευτούν όλοι μαζί.

Πήγαιναν να τιμήσουν το γέρο-Πιγκοσάββα. Τον γέρο που πέθανε κλωσώντας όσα νιόπουλα μπορούσε να ζεστάνει με μόνο το χαμόγελο του. Κοίταξε πίσω του και σκέφτηκε πόσο παράξενο ήταν το πλήθος. Πιγκουίνες και πιγκουινάκια. Άλλα βρώμικα κι άλλα καθαρά, άλλα χορτάτα, λίγα πεινασμένα, άλλα τρομαγμένα και άλλα μαλωμένα κι άλλα πάλι άφοβα και αποφασισμένα. Του έκανε εντύπωση ένα έλκηθρο, που τραβούσαν δύο πιγκοπαλίκαρα. Στο έλκυθρο ξάπλα δυο πληγωμένοι και από παλιά τσακωμένοι πιγκουίνοι, που είχαν πιάσει από ανάγκη κουβεντούλα για να περνά η ώρα και για να δουν πώς θα βγάλουν το μακρύ χειμώνα. Φάνηκε να καταλαβαίνονται. Ο μικρός πιγκουίνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του έχοντας πάρει μια στάξη ακόμα θάρρος για το μακρύ δρόμο προς το αύριο. Είχαν δρόμο μιας δύσκολης μέρας ακόμα. Μετά λοιπόν από ένα μαρτυρικό βράδυ που κύλησε στο πόδι, έφτασαν σε έναν λόφο που από τηνκούραση, φάνταζε βουνό πανύψηλο.

Αφού πήραν μια ανάσα, κίνησαν για να αποχαιρετίσουν τον Πιγκοσάββα σε ύψωμα, όπως ταίριαζε στο ψηλό του ανάστημα. Όλοι τους άλλωστε ήταν αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι που όσο και αν τους τραβούσαν το αυτί, εκείνοι κρατούσαν. Καθώς ανέβαιναν, ο αργός αλλά σίγουρος βηματισμός τους ενόχλησε το Βορρά, που τρόμαξε από το νιόβρετο θάρρος τους. Πήρε κι ο αέρας αυτός λοιπόν βαθιά ανάσα και έστειλε τα τσουχτερότερα ρεύματά του για να σκορπίσει τα ανόητα και αυθάδικα πιγκουινάκια. Ούτε ένα δεν έκανε βήμα πίσω. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα στην κορφή και είχαν όλα στο μυαλό τους την αυτοθυσία του Πιγκοσάββα, που χρόνια κλώσαγε όχι μόνο τα μικρά της αγαπημένης του, αλλά και κάθε μοναχού αυγού, και ας ήταν αλλονού, γιατί το δικό του νου ζέσταινε το χτυποκάρδι κάθε μικρού πουλιού, είτε τυφλού, είτε κουτσού, είτε ξιπασμένου, είτε κωφού, είτε κουζουλού, Ζουλού, λιχνού ή παχουλού.

Με τα πολλά και παρά τις προσπάθειες του Βορρά, έφτασαν στο μεγάλο χαράκι που θα ξαπόσταζε ο γέρο-Πιγκοσάββας για τελευταία φορά, όπου και σταμάτησαν. Έτσι όπως ήταν ιδρωμένοι από το ανέβασμα και κουρασμένοι από την πορεία, η υγρασία στα παπούτσια τους άρχισε να κρουσταλλιάζει. Ασυναίσθητα, εκεί που όλοι ήταν απλωμένοι γύρω από το φέρετρο, άρχισαν να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον ώμο-ώμο για να προφυλαχθούν από το κρύο. Ο μικρός πιγκουίνος άρχισε να στριμώχνεται στο κέντρο ανάμεσα σε πιγκουίνους που είχε γνωρίσει στην πορεία, μερικοί από αυτούς μύριζαν από την απλυσιά αλλά κανέναν δεν τον ένοιαζε. Γρήγορα, όσοι ήταν στο κέντρο άρχισαν να νιώθουν τη διαφορά και όλοι έσπευσαν να τρέξουν εκεί. Ο μικρός έστρεψε μια ακόμη φορά τα μάτια γύρω του και όπου κι αν κοίταζε, έβλεπε μόνο άσπρο και μαύρο που έσπαγε το γκρίζο, χωρίς χρώματα και διαφορές... Ασπρόμαυρα, καθαρά και απλά όπως το καλό και το κακό. Χαμογέλασε και από την θαλπωρή άρχισαν να κλείνουν τα μάτια του και να σκάει από τη ζέστη. Συνειδητοποίησε όμως πως μερικοί πιγκουίνοι στην εξωτερική πλευρά του κύκλου ακόμη κρύωναν.

Δεν ήταν ακόμη ώρα για όνειρα. Σήκωσε ξανά το κεφάλι για να βρει διέξοδο και σπρώχνοντας για να βγει από το κέντρο, πήγε στα άκρα να βρει τους πιγκουίνους που ακόμη κρύωναν και τους έστελνε στο κέντρο. Και ξανά στα άκρα και ξανά. Μόλις ξεκρουστάλλιαζαν εκείνοι που βοήθησε, πήγαιναν με τη σειρά τους να αντικαταστήσουν άλλους που κρύωναν , μέχρι που κατάφεραν κανείς να μη σκάει από τη ζέστη και κανείς να μη ξεπαγιάζει.

Σιγά-σιγά, τα σύννεφα άρχισαν να αραιώνουν, σα΄ να τα διέλυε η θέρμη του πλήθους που άγγιζε τα ουράνια. Κάπου εκεί έγινε και το θαύμα, μέσα από τη χαραμάδα που αχνάνοιξε, μια μοναχική ακτίνα φωτός έλουσε τα φτερά τους, λιώνοντας το χιόνι και στο χρόνο που διαρκεί μια σκέψη, άρχισαν να πετούν μαζί σαν αετοί. Αετοί που δεν είχαν πλέον ανάγκη τον ήλιο να παρακαλούν. Έκαναν έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τον ήλιο, τον γάτζωσαν με τα ακρόνυχα τους και κατάπιαν από ένα κομμάτι ο καθένας που θα έκαιγε στην καρδιά του για πάντα. Με αυτό τον απλό τρόπο έμαθαν να μη κρυώνουν και ορκίστηκαν να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να πεθάνει ένας Πιγκοσάββας . Ήξεραν πια, ότι, μόνο αν σταθούν μαζί ώμο-ώμο, πλάτη-πλάτη, θα ζεσταίνονται και ποτέ πια δε θα πιάνουν κρούσταλλα τα αετόφτερά τους.
Next page