Submit your work, meet writers and drop the ads. Become a member
Annie Potaktos Dec 2011
Τέλος Αυγούστου. Λάβρα υποφερτή.
Καλή παρέα και ήσυχο νησί.
Ψάθινα καπέλα, ατμόσφαιρα γιορτινή.

Ταινία Χίτσκοκ του πενήντα, θερινή προβολή.
Καμένο βούτυρο μ' αλάτι.
Ξέσκεπο σπίτι μοιάζει παλάτι.

Μπουρμπουλήθρες σκαρφαλώνουν καλαμάκια.
Σκέψεις που τριγυρίζουν σε ημίφωτα σοκάκια.
Κώλοι ανήσυχοι, βρακιά με σαράκια.

Καρέκλες και γρανίτες να τρίζουν
Μάτια στο πανί κ' όμως σβουρίζουν.
«Σσσσ.. τα σποτ αρχίζουν,
να κάτσουν όσοι ψωνίζουν.»


Ρόδινα μάγουλα, πιασμένα.
Πόδια στις μύτες κουρασμένα.
Κουνούπια τρέχουν για παρέα.
Κλέβουν τη λάμψη του προβολέα.
Αντίθεση στη σκιά, δέκα και εννέα.

Και με λίγους να το παίρνουν χαμπάρι,
δεκάδες πεφταστέρια, δίπλα στον Άρη,
να ζηλεύουν την αίγλη των κουνουπιών.
Να σκάσουν στα πόδια των τραπεζιών.
Να σκορπίσουν, με φόντο το γέλιο παιδιών.

Να γδάρουν και αυτά ταλαίπωρα πόδια,
Να κάνουν πληγές σα' σπασμένα ρόδια.
Να απαιτήσουν, για άλειμμα, λάδια.

Να ουρλιάξουν αμέσως για χάδια.
Να κινήσουν χέρια ν' ακουμπήσουν.
Όλα και όλοι... να τσιμπήσουν.

Ρολόγια γυρνούν, οι καθισμένοι σιωπούν
κ΄οι κακοί της οθόνης... καραδοκούν.
Είναι η ώρα των άστρων, των ηθοποιών.
Πτώσεις κάστρων και όνειρα φτωχών.

Ξάφνου έκρηξη. Φώτα τοίχων πλαϊνών
και οι κινήσεις τραπεζιών
διώχνουν ελπίδες ζουζουνιών.
Τα πεδιλάκια αρχίζουν να σέρνονται
παίρνοντας μαζί χαλίκι και στενά.
Τα στόματα υγρά, τα χείλη μάλλον στεγνά.

Σα' να μην έφταναν όλα αυτά,
τραβάνε για μέρη πιο εξωτικά.
Κοσμοπόλιταν χωρίς σαματά.

Με περίσσια ψάθινα καπέλα
τώρα η σιέστα μοιάζει με τρέλα..
Πλώρη για τραγούδια λατίνικα.
ίσως ταγκό αργεντίνικα...
ίσως και κάποια φύλλα φοίνικα...

Προτού τα πέδιλα κάτσουν να λυθούν,
έχουν λίγα ακόμη σκαλιά να ανεβούν.
Τα κουνούπια ξανά, να δουλεύουν
και τα θαμπωμένα μάτια ξεθρασεύουν.
Τα ρόδινα μάγουλα έχουν γίνει πορφυρά.
Με χρώμα να τραβά όσους κοιτούν ψηλά.

Όσοι όμως και αν περνούν, όσοι και αν κοιτάν'
όσοι και αν πίνουν ή παίζουν και χαμογελάν,
οι δύο στο μπαλκόνι νιώθουν μόνοι, ξυπνάνε οι πόνοι.
Μόνοι από τσιμπήματα. Πόνοι από ποιήματα.

Τα χέρια τους θέλουν τρίψιμο.
Πυρετός και ρούχα για στύψιμο.
Οι καρέκλες το χαβά τους, ξανά τρίξιμο.
Δε κάνουν όμως τίποτε για το πρήξιμο.

Το ποτό αντί για αναλγητικό, αυξάνει τον ερεθισμό.
Οιδήματα και αλκοολούχα αφεψήματα
σα' καλοί φίλοι ανταλλάσουν μηνύματα.
Και τα μάτια να μη προφταίνουν τα σήματα.
Παίζει να έχουμε θύματα...

Θα περάσει ο πόνος; Θα μείνει κανείς μόνος;
Εεεεε! Αυτό θα το δείξει μονάχα ο χρόνος.

Σιγά, μια νύχτα είναι, θα περάσει.
Το γιατροσόφι θέλει βράση να κοχλάσει,
το τσουκάλι να σκάσει, το γιάμα να δράσει.
Το καλό το τσίμπημα θα το δείξει η πορεία.

Κάθε τι άλλο θα 'ταν αμαρτία.
Γλυκό ίσως, αλλά αμαρτία.
Ο ιερέας του νησιού κοιτά και απορεί,
«Classic Black ή γιορτή;»

Τι τέλεια νύχτα. Σαν ταινία,
δίχως ανάγκη για φαντασία.
21/08/11
Annie Potaktos Dec 2011
Που Θα Βρω Μούσες; Βρωμούσες.

Κατάρες! Με ξόρκια και λόγια μαγικά, τοσοδούτσικα πόδια και βρώμικα φτερά.
Κατάρες! Με ραβδιά, αμπρακατάμπρες, μάτια που σπάνε δήθεν άντρες και χάντρες.
Κατάρες! Με επισκέφτηκαν πάλι. Δε με ρωτάν για τη ζάλη ή το πρωινό το χάλι.
Κατάρες! Με φτύνουν, με ζαλίζουν, με πρήζουν και αν έχουν ρυθμό μ' υπνωτίζουν.

Και τι δε θα 'δινα να με κοιμίζουν....Πολλοί τις αγαπούν μα όλοι τις βρίζουν.
Τις βρίζουν σαν έφηβη αλεπού, που σιχαίνεται τις ρόγες του κακού κηπουρού.
Και ναι, με κάνουν να νιώθω γκουρού, να ξεχνάω τα γουρούνια, που και που.
Μα φεύγοντας μ' αφήνουν σε μαύρο χάλι και ποτέ δε μου λέν' πότε θα ΄ρθουνε πάλι.

Μα τον Μανιτού, μα τον Άρη! Ερμή, σανίδα και παπάρι!! Τι έχουν; Πασπαρτού;
Πόρτες με μπάρες, παράθυρα με τάβλες, αλλά αν έχουν καύλες, μπαίνουν παντού.
Τσιρίζουν, τσιγκλίζουν, τα σχέδια σχίζουν και στην παλέτα μου αφήνουν σκατά.

Πιάνω το πινέλο και το βουτώ μες σ' αυτά, πριν προκάνουν να πήξουν ξανά.
Γιατι ξέρω, ξέρω πως την αυγή με το γάλα, τρών ' αστέρια και ουράνια τόξα.
Και πασχίζω από μια στάλα να πάρω απ' τ' άστρα τη σκόνη κ΄ απ΄τα τόξα τη δόξα.

Στην αρχή ζητούσα το φιλί και 'στήνα φάκες μπας και ξαναρθεί. Ποιό φιλί;
Δεν έχω δει καμιά να ακουμπήσει, να λύσει τις μπότες, να στρώσει ή να κοιμηθεί.
Είναι τόσο άπιαστες όσο κ' αηδιαστικά όμορφες. Τόσο γοητευτικές τόσο κακόμορφες.

Μια την πρόλαβα χτες, εγώ ήθελα φιλί, εκείνη να φταρνιστεί. Σάλια και σκόνη ασημί.
Την έπιασα απ' τα φτερά. Κ΄ όσο αν δάγκωσα γερά, αυτή, χαχανίζόντας, πέταξε ψηλά.
Έκοψα όμως δυο πούπουλα. Με τα πόδια στις μύτες τη γαργάλισα στην πατούσα.
Να φταρνιστεί ξανά να κλέψω ασημόσκονη. Να στολίσω κ' γω μιαν Αρετούσα.
Με το άλλο το πούπουλο η πένα πήρε φωτιά. Απαντούσε σ' ό,τι ρωτούσα - πετούσα.

Με πήρε ή ώρα. Χάθηκα και 'γω στης πένας μου τη χώρα, μ' έλουσε η μπόρα.
Έτρεμα λίγο, πεινούσα και διψούσα. Σα' ξεδοντιασμένος τη δόση μου ζητούσα.
Που ήταν η βρωμούσα να με φτύξει; Με του μύστη τον μανδύα να με τυλίξει.

Ρώτησα μάγους και παπάδες, «Πού είναι οι νεράιδες κ' οι πολύχρωμες κουράδες;
Ποιόν να μαγεύουν; που να γυρίζουν και τι να γυρεύουν; Τι σκατά μαγειρεύουν;»

Με έστειλαν, με γέλιο από σατιρική παράσταση, στου Χριστού την τρίτη ανάσταση.
Η ασημόσκονη είχε χαθεί, το σκατό ξεραθεί και το σάλιο, εκρού κρούστα λεπτή.
«Θα τη βρω, θα τη σκίσω, και να πα' να γαμηθεί. Θέε μου δώσ' και δύναμη κ' αντοχή.»

Όταν τη βρω, θα τη ρωτήσω, αν απλά έχω κολλήσει ή αν απ' τα σάλια αρρωστήσει.
Τι κατάρα! Μπορεί ή αύριο ή στην τρίτη παρουσία, να βρω ουσία να σκαρώσω τη λύση.
Τι κατάρα! Αυτή και η αγάπη. Νόμπελ στον πούστη που θάβρει το χάπι.

Κάνε να μη έχω αρρωστήσει απ' της νεραιδίτσας τα σάλια και τις αλογοκαβαλίνες.
Αυτό θα ήταν φρικτό, πόσο θα πονούσε; Μέρες, εβδομάδες, μήπως και μήνες;;;
Και κάνε θεέ, να μην έχω σκαλώσει... Αυτό θα'ν χειρότερο, ποιος θα με σώσει;
Κατάρα! Αυτή κ΄ η αγάπη. Φάε πικρό μέλι ανίκανε Σατράπη.

Μου δίνει ένα κουτί με ταμπέλα 'διαμάντια' – με μύρια κοφτερά γυάλινα πετράδια. «Γάντια;»
Ε' ρε κλάμα. «Δεν είδες την ρεκλάμα; Κάνε τάμα, δάγκωσε τα χείλη - Σπάραξε - Κλάμα.»
Ρε, αυτή σου κλείνει το μάτι και μαυρίζει τo δικό σου. Με αφήνει στα χώματα. «Τσούξε, σκώσου.»
Το μόνο που θέλω είναι ένα λεπτό. Τα μαλλιά να της πιάσω, να, να ουρλιάξω, « Σ'ΑΓΑΠΩ »
Γαμώ τα φτερά της, μα την ευχαριστώ, μου έδωσε χρώμα και αυτό της το χρωστώ.»
24/08/11
Annie Potaktos Dec 2011
When pressed for lyrics on demand
I usually find some words at hand.
When wanting to sound sweet,
a rhyme can be a treat.

However, when writing about you,
the words aren't cheesy but true.
Yet, for all the wordplay art,
I can't make a dent in your heart.
But don't expect me to despair,
my soul is fueled by this dare.

And if I wanna be one of the tough,
a seven-nation army won't be enough.
If I wanna have a chance of a dance
or a simple trance inducing glance,

I cannot wimp, scour or retreat
I will not bow in front of fear's feet.
I will only bow to your feet,
so make sure they're clean. :P

I will not forsake this dream
cause first of all you'd be disappointed
and really that's reason enough...
02/05/11
Annie Potaktos Dec 2011
Be afraid of the bohém, they may write you a silly little poém to make you love 'em.
Or even worse, in reverse, with their verse, coerce your mind and soul to converse.
And even if their ascent is traverse and the obstacles adverse, routes to them are diverse.

They refine their craft to give you a raft, don't be daft, they rehearse for the terse,
tiptoeing over the perverse, not wanting to averse. They wanna choke the horses of your hearse.
They have no need to beg and plead. Just a wish to slap your ***, your steed.
They just wanna make fear disperse for it they accurse, knowing well it's a curse.
No need to look for your purse. Your courage will theirs reimburse
and your smile their swollen fingers nurse.

See, the reaper wants the tails of coins thus places them on eyes faced reverse.
The bohém kick groins and leave traces but from coins take a print of the obverse.
Why? Cause they want not heads, but what's in them. They want your head to stay ahead.
Cause when a head is spiked by tails and filled with flashy tales, it is as good as dead.
They want to help you stay afloat - forget about the raft, think bigger, think of a boat.
Like evergreen crickets they ask you to disburse your fears and reverse your tears.

They ask not for a penny, just a thought or two, not many.
Like the ***** eyed and slightly sane miss Moneypenny.
Some call it a gift, many a curse. A curse the bohém can inverse
cause they submerse spirit in a lyrical sea and lower the stars for you to see.

Remember and beware, if you reward them with something as simple a stare,
you could be blinded by a hearty glare. Now you've been reminded, all's fair and square.
So why not just stay there? It's just your spirit they may ensnare like a hare,
only to mend it's wounded knee so that it can again hop away and be free.

Art is the heart of the bohém and their heart is their art.
So if you ever want to, thank them not with money but with a snack,
sprinkle a piece of your heart with honey. They'll bite it and give you two back.
Eat one too and make like a dove to flee to the place you really want to be.
Ride the waves like Nikolai's bumblebee and fulfill your uncharted destiny.
26/08/11
Annie Potaktos Dec 2011
There were once men, playing a lying game.
They had no heart, they knew no shame.
Like Sirens, what their songs told,
were stories of flesh on beds of gold.

Merely this, is what their songs were about,
for wine and flesh they lusted sparing doubt.
For all their bubbles, fizzle, show and gleam,
true love for them was but a funny little dream.

Some, it is true, had  the voices of blue suede kings.
Yet, danced on rubble, coughing smoke, 'n' kissing rings.
Thankfully, their lyrics were quite naturally cold,
faintly sparkling true hearts, despite their gold.

No songs can, in the spirit, ever remain,
or one's path meaningfully ingrain,
unless dotted by a hearty blood stain.

Still, some blind and sleepy were enticed,
those who dropped their heart, who'd lost their *****.
Much like a robber, who rests his gun in a heist.

Others, scrambled to plug their ears
wishing to avoid both song 'n' tears.
They knew not, that when fighting fear,
'tis not enough to keep it from getting near.

Simply stuffing their ears with wax,
failed to fade the hottest new tracks,
cause tanks groove on these tracks.

As tanks, they pop 'n' roll till you die.
Therefore... relax, pick your time, and lie,
not to your conscience, but on the ground,
so they pass over you, leaving you safe 'n' sound.

"You cannot fear what you haven't tried."
Remember, Odysseus wasn't deaf, only tied.

He, chose to fight and listen to the Sirens' songs,
using threads of logic, to keep from snapping their thongs.
Tightroping on wrong, he but fell to the song.
He wailed and spat, yet, somehow grabbed the gong.

And after a short but needed rest, after this soul defining test,
he did not lament the virgins lost, but carried on with his quest.
He, knew the lying men and their calls were real,
but to forms he didn't kneel, nor aimed to cut a deal.

He, stuck to his dreams doing his best to warn and tell the rest,
that though Sirens charm, they harm. "'Tis Ithaca who gives zest.'"

So, next time you see the chanting men of lies,
and their enchanting plastic bunnies in bow ties,
know that rhyme and shine may polish coal,
but listening to your heart should be the goal.
*"With a twist of logic to correct your steer,
you will run through fear, and forever, keep it rear."
22/07/11

For my little niece Karma & my new hermana.
Annie Potaktos Dec 2011
Train your brain,
avoid ignorance's stain.
Let them think you are going insane.
And if the quest for knowledge seems mundane,
know that no honest question is in vain
and that only wisdom will remain.
Why stay the same? - Reign.

Yet don't do it just for gain,
it's never worth the wailing of the slain.
Aim to ease suffering and pain.
Don't strive to strike a gold vein.
And even though gold looks bright,
it's true value is the path of a meteorite.
For all should be in enlightenment's name.
that will be your crutch, your sharpened cane.

Laugh at the rats' looks of disdain.
They plan to knock you off your horse
and onto their plain.
Hold on firmly to the rein.
If you are slipping, bite the mane.
Rise over them on wisdom's crane
Let that lift you like a plane.
Reach the clouds to make rain and
let the flow of logic wash your brain.
Flood the rats down the drain
flushing doubt's very last grain
till no shiny distractions remain.

So stay on the rails
of that train of thought.
Steady your tracks with nails,
hang on even if you're losing nails.
Make the lot look like snails
and drive them off the rails.
Cause ******* walks, but savvy sails.
Savvy?
22/05/11
Annie Potaktos Dec 2011
Art is food for the heart and like food it is often hard to find.
It might come from a source that is renewable,
yet how many have forgotten that the brain is even usable.

The inspiration we seek comes from inside our own mind
where the fairies wait, having fed on our own experiences, wishing to unwind.
But as full as they may be, one can clearly see
that they cannot make art till they jump on our heart in hope of making it start.
They first have to tickle it with their little feet
before it can even begin to produce an audible beat.
Maybe giving an idea for a visual treat or a literary feat.

These fairies each come from different locations
as imagination is not limited by any dimensions.
In the world of creation, pain has long been a mighty fairy-nation,
the muse of separation, the dictator of desperation,
the soul's frozen animation, a generous, fugly frog of inspiration.

So next time you feel blue, channel that blue stream into a pen
and you may start to feel better again. Blow a kiss to that frog,
clearing the misty lake from fog. There is no call for divination,
simply let the frog jump in celebration all over your pond(ering)'s stagnation
and it will stir the waters in its elation.

Embracing pain not only does wonders for creation,
it also helps dull that cruel yet just sensation.
14/06/11
Next page